Τριάντα ευρωβουλευτές διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων υπογράφουν την ερώτηση προς την Κομισιόν που κατέθεσε η Ευρωομάδα του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία σχετικά με την αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να εντάξει στη Δημόσια Εκπαίδευση τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών προσφύγων και μεταναστών που ζουν στη χώρας μας
Οι ευρωβουλευτές τονίζουν πως τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών, κυρίως όσων διαμένουν σε Κέντρα Φιλοξενίας, αποκόπτονται από την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα από τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. «Πριν από δύο χρόνια ο αριθμός αυτών των ανηλίκων που φοιτούσαν στο σχολείο ήταν περί τους 16.000, πέρυσι καταποντίστηκε στους 7.000 και σήμερα εκτιμάται ότι βρίσκεται στο μηδέν. Αυτό συνιστά παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματός τους στην εκπαίδευση και σαφή πράξη διάκρισης κατά προσφύγων και μεταναστών», σημειώνουν.
Η ερώτηση κατατέθηκε με πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Κώστα Αρβανίτη, αλλά υπογράφεται από 29 ακόμα βουλευτές, προερχόμενους κυρίως από την Ευρωπαϊκή Αριστερά αλλά όχι μόνο. Ανάμεσα στους υπογράφοντες είναι ο Ισπανός πρόεδρος της Επιτροπής LIBE (Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) από την ομάδα των Σοσιαλιστών Δημοκρατών Λόπεζ Αγκιλάρ, ευρωβουλευτές των Πρασίνων, των Σοσιαλιστών Δημοκρατών αλλά από την ευρωομάδα των κεντροδεξιών φιλελεύθερων Renew.
Οι ευρωβουλευτές ρωτούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τον πραγματικό αριθμό παιδιών προσφύγων και μεταναστών που δεν έχουν πρόσβαση στο εθνικό σύστημα παιδείας, αν η πρακτική αυτή είναι συμβατή με μια σειρά προβλέψεων του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πώς σχεδιάζει η Επιτροπή να παρέμβει προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα παιδιά χαίρουν στην πράξη όλων των σχετικών Θεμελιωδών τους Δικαιωμάτων.
ΕΡΩΤΗΣΗ
Η ελληνική κυβέρνηση αποκλείει στην πράξη παιδιά προσφύγων και μεταναστών από την τυπική εκπαίδευση και ιδιαίτερα όσα διαμένουν σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Η πληροφόρηση από τους ανθρώπους του πεδίου υποδεικνύει ότι πληθώρα προσκομμάτων υπονομεύουν συνολικά την πρόσβασή τους στο εθνικό σύστημα παιδείας, είτε με τον παραδοσιακό τρόπο, με τη φυσική τους παρουσία, είτε -υπό τις παρούσες συνθήκες- μέσω της τηλεκπαίδευσης.
Πριν από δύο χρόνια ο αριθμός αυτών των ανηλίκων που φοιτούσαν στο σχολείο ήταν περί τους 16.000, πέρυσι καταποντίστηκε στους 7.000 και σήμερα εκτιμάται ότι βρίσκεται στο μηδέν. Αυτό συνιστά παράβαση του Θεμελιώδους Δικαιώματός τους στην εκπαίδευση και σαφή πράξη διάκρισης κατά προσφύγων και μεταναστών.