Δημοσιεύτηκε το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, καταγράφοντας τις πιο πρόσφατες κοινωνικές εξελίξεις και το κοινωνικό αποτύπωμα των ασκούμενων πολιτικών σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τα πλέον επικαιροποιημένα επίσημα στοιχεία.
Το Δελτίο εστιάζει σε θεματικές όπως η υγεία, η κοινωνική πρόνοια, η απασχόληση και οι μισθοί, η κοινωνική ασφάλιση, η εκπαίδευση, η διαφθορά, τα ΜΜΕ, η δημοκρατία και τα δικαιώματα, το περιβάλλον και η δίκαιη μετάβαση. Το Παρατηρητήριο για την Παιδεία αναδημοσιεύει το μέρος του Δελτίου που αφορά στην εκπαίδευση.
***
■ Αποκλεισμοί και ανισότητες σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης
Η εκπαίδευση αποτελεί αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των παιδιών, το οποίο πρέπει να προστατεύεται εξίσου σε περιόδους κανονικότητας και κρίσης. Ωστόσο, η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και τα προγράμματα λιτότητας, όπως και η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση και τα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας, θέτουν υπό αμφισβήτηση την απρόσκοπτη πρόσβαση και συμμετοχή όλων των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι συνολικές δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση αφορούν τόσο τις δαπάνες για όλα τα επίπεδα (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, μετα-δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση). Κατά τη διάρκεια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, οι δαπάνες υπέστησαν σημαντικές μειώσεις, παρότι η στήριξη της εκπαίδευσης είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών μεγέθυνσης και για την αποκλιμάκωση της ανεργίας.
Σε επίπεδο ΕΕ-27 για την περίοδο 1995-2019, οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση κυμάνθηκαν μεταξύ 4,7% και 5,1% του ΑΕΠ. Η αύξηση του ποσοστού οφείλεται στη μείωση του ΑΕΠ κατά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και όχι στην αύξηση των καθαυτό δαπανών. Την περίοδο 2010-2017, η μείωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση κατά -34% οδήγησε το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε συνθήκες ασταθούς ισορροπίας, με κύρια χαρακτηριστικά την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση.
Οι ανισότητες εντάθηκαν, οι δομικοί περιορισμοί ενισχύθηκαν (πχ: συγχωνεύσεις σχολείων, μείωση εισοδήματος εκπαιδευτικών, ανεπαρκής και καθυστερημένη στελέχωση, ελλιπείς υλικοτεχνικές υποδομές και ανεπαρκής εξοπλισμός), ενώ σημαντικά κόστη μετακυλίστηκαν στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Αντιστροφή της τάσης καταγράφηκε το διάστημα 2017-2020, με διαδοχικές αυξήσεις των δημόσιων δαπανών.
Σε επίπεδο ΕΕ-27, η Ελλάδα καταλαμβάνει διαχρονικά μία από τις χαμηλότερες θέσεις όσον αφορά τον προϋπολογισμό για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ενδεικτικά, το 2019 κατέλαβε την τρίτη χειρότερη θέση, με τις δαπάνες να διαμορφώνονται στο 4,0% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα η υποχρηματοδότηση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2019 οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση στην ΕΕ-27 ανήλθαν στα 654 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 4,7% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση (4,0% του ΑΕΠ), με τις δαπάνες να υπολείπονται σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 0,7%. Αν και ως ποσοστό του ΑΕΠ οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα (4,0%) φαίνεται πως συγκλίνουν προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης (4,7%), η εικόνα αυτή είναι εν μέρει πλασματική. Η αύξηση του ποσοστού οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση των δαπανών ήταν μικρότερη από την αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ.
Ο προϋπολογισμός του 2021 σηματοδότησε μια σαφή μετατόπιση στις πολιτικές προτεραιότητες, προδιαγράφοντας τη μείωση ζωτικών πιστώσεων για τη λειτουργία σχολείων, ΑΕΙ και εποπτευόμενων φορέων. Στη συνέχεια, ο τακτικός προϋπολογισμός του 2022 διαμορφώθηκε στα 4,9 δισ. ευρώ.
■ Υγειονομική κρίση & μέτρα διαχείρισης της πανδημίας στο εκπαιδευτικό σύστημα
Η σχετική σταθεροποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος από το 2016 μέχρι το 2019, με επαναφορά της χρηματοδότησης στα προ κρίσης επίπεδα, διορισμούς εκπαιδευτικών, αναβάθμιση της ειδικής αγωγής και της επαγγελματικής εκπαίδευσης και ενίσχυση των ΑΕΙ, ανακόπηκε βίαια από την υγειονομική κρίση και τα μέτρα διαχείρισης της πανδημίας.
Τα σχολεία ανέστειλαν τη λειτουργία τους συνολικά για 37 εβδομάδες από το ξέσπασμα της πανδημίας έως και σήμερα, η μαθητεία των ΕΠΑΛ και τα ΙΕΚ υπολειτούργησαν, ενώ τα ΑΕΙ παρέμειναν κλειστά για δύο συνεχή ακαδημαϊκά έτη. Η μακρά αναστολή λειτουργίας, η υποκατάσταση της τηλεκπαίδευσης και ο παρατεταμένος εγκλεισμός επέφεραν μια σειρά αρνητικών μορφωτικών, κοινωνικών και ψυχολογικών επιπτώσεων, με τους διεθνείς οργανισμούς (UNESCO, UNICEF) να προβλέπουν αύξηση του αναλφαβητισμού και της μαθητικής διαρροής.
■ Ψηφιακή πρόσβαση & ανισότητα
Ο δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας & Κοινωνίας (DESI) είναι ένας σύνθετος δείκτης που συμπυκνώνει τους σχετικούς δείκτες για την ψηφιακή απόδοση της Ευρώπης και παρακολουθεί την εξέλιξη των κρατών-μελών της ΕΕ ως προς την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Το Ευρετήριο DESI βασίζεται σε 5 συγκριτικούς δείκτες ψηφιακής απόδοσης, που καθορίζονται ως εξής:
1. Συνδεσιμότητα/ευρυζωνικότητα: Πρόσβαση σε σταθερή και κινητή ευρυζωνική σύνδεση στο διαδίκτυο και ποιότητα αυτής (ταχύτητα – κόστος).
2. Ανθρώπινο κεφάλαιο/ψηφιακές δεξιότητες: Ψηφιακές δεξιότητες του πληθυσμού που απαιτούνται για να εκμεταλλευτούν οι πολίτες τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες της ψηφιακής κοινωνίας. Χωρίζονται σε βασικές δεξιότητες χρήσης του ίντερνετ και σε προηγμένες δεξιότητες (πχ: προγραμματισμός).
3. Χρήση των υπηρεσιών διαδικτύου από τους πολίτες: Πλήθος των δραστηριοτήτων που εκτελούν οι πολίτες διαδικτυακά (πχ: ίντερνετ, social media, e-banking, e-shopping).
4. Ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις: Βαθμός ψηφιοποίησης της επιχειρηματικότητας, χρήση νέων τεχνολογιών και ηλεκτρονικό εμπόριο.
5. Ψηφιοποίηση δημόσιου τομέα/ηλεκτρονική διακυβέρνηση: Βαθμός ψηφιοποίησης της σχέσης πολίτη-κράτους και δυνατότητα πρόσβασης στα ανοιχτά δεδομένα.
Για το 2021 (στοιχεία του 2020), η Ελλάδα καταλαμβάνει την 25η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία στη συνολική κατάταξη. Σημειώνεται ότι σε όλους τους επιμέρους δείκτες η Ελλάδα τοποθετείται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση τα στοιχεία που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν από την πανδημία (στοιχεία 2021 με έτος αναφοράς το 2020), η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, καθώς μόλις 1 στα 5 νοικοκυριά είχαν πρόσβαση σε σταθερό δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN) με δυνατότητα παροχής συνδεσιμότητας gigabit.
■ Συμπερασματικά
Όσον αφορά την τηλεκπαίδευση, η έλλειψη/ανεπάρκεια τεχνολογικών μέσων και υποδομών δεν επέτρεψε την ισότιμη πρόσβαση και συμμετοχή όλων των μαθητών, ενώ οι κρατικοί πόροι για την αγορά εξοπλισμού ήταν περιορισμένοι και διατέθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ευάλωτες ομάδες του μαθητικού πληθυσμού (μαθητές προερχόμενοι από ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, παιδιά σε απομακρυσμένες περιοχές, Ρομά, παιδιά προσφύγων και μεταναστών) αποκλείστηκαν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Όσον αφορά τα σχολεία, ρυθμίσεις με ταξικό πρόσημο αποτελούν η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη και οι συγχωνεύσεις τμημάτων, η επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων και η ενίσχυση του εξεταστικοκεντρισμού, η μείωση των σχολικών γευμάτων και η κατάργηση των κοινωνικών/ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων. Επιπλέον, μέσω της θεσμοθέτησης της ανταποδοτικής αξιολόγησης και της «αυτονομίας» της σχολικής μονάδας εισάγεται η πρόβλεψη για αναζήτηση πόρων από την αγορά, με αντίστοιχη υποχώρηση του κράτους από τις χρηματοδοτικές του υποχρεώσεις.
Σε παρόμοια κατεύθυνση, η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνει τη σύνδεση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και την περικοπή των πόρων κατά 20%, την απελευθέρωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, τη στασιμότητα στις προσλήψεις καθηγητών, επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού, τον περιορισμό της δημοκρατικής λειτουργίας με την εγκατάσταση πανεπιστημιακής αστυνομίας, την εντατικοποίηση των σπουδών, τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) είχε ως αποτέλεσμα των αποκλεισμό 40.000 υποψηφίων από τα ΑΕΙ. 20.000 διαθέσιμες θέσεις εισακτέων έμειναν κενές και 169 σχολές και τμήματα υποδέχτηκαν ελάχιστους ή καθόλου πρωτοετείς φοιτητές. Επίσης, οι υποψήφιοι από τα εσπερινά λύκεια αποκλείστηκαν πλήρως από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις του μέτρου αναμένεται να αποτελέσουν η αύξηση της μαθητικής διαρροής στο Λύκειο, η ένταση της φροντιστηριακής υποστήριξης των μαθητών, με συνακόλουθη αύξηση των οικογενειακών δαπανών, νέες συγχωνεύσεις και κλείσιμο τμημάτων ΑΕΙ, όπως και αδυναμία επίτευξης του ευρωπαϊκού στόχου για το 2030 που προβλέπει το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών που θα έχει ολοκληρώσει κύκλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ανέρχεται τουλάχιστον στο 45%.
Τέλος, οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν την επαγγελματική εκπαίδευση & κατάρτιση αποσκοπούν στην πλήρη υπαγωγή των προγραμμάτων σπουδών στις στενές ανάγκες της αγοράς. Η θεσμοθέτηση της ανήλικης μαθητείας/εργασίας και η ίδρυση μεταγυμνασιακών σχολών κατάρτισης, η υποβάθμιση της μαθητείας των ΕΠΑΛ (18+ ετών) και των σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ (ΕΠΑΣ), η βίαιη ανακατεύθυνση χιλιάδων νέων στα ΙΕΚ, λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ο σχεδιασμός προγραμμάτων και η επιλογή σπουδαστών στα δημόσια ΙΕΚ αποκλειστικά από εταιρείες, ενισχύουν την τάση της πρόωρης και υποαμειβόμενης εξειδίκευσης. Παράλληλα, συγκροτούν ένα περιβάλλον παροχής αναλώσιμων δεξιοτήτων και φθηνής κατάρτισης που διέπεται από την αρχή της μείωσης του ενδοεπιχειρησιακού κόστους, χωρίς να στηρίζεται σε επιστημονικά κριτήρια, δίχως να συνυπολογίζει τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.
■ Το Ταμείο Ανάκαμψης
Το κυβερνητικό πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», το οποίο πρόκειται να χρηματοδοτηθεί από πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και ιδιωτικά κεφάλαια, προβλέπει 2,3 δις € για μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, τη δια βίου μάθηση, την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Ωστόσο, οι δράσεις του προγράμματος επιχειρούν τον επανασχεδιασμό όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης ώστε να συνταυτίζονται με τις ανάγκες της αγοράς. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει στη μεταβολή του εκπαιδευτικού περιεχομένου, την ποσοτικοποίηση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, την υπερεξειδίκευση και τον αναπροσανατολισμό προς την παροχή δεξιοτήτων (soft skills) αντί γνώσεων. Παράλληλα, από τις δράσεις του προγράμματος απουσιάζει κάθε μέριμνα για επίλυση χρόνιων προβλημάτων, όπως η συντήρηση και ανέγερση νέων σχολικών κτηρίων και φοιτητικών εστιών.
***
■ Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022
***
Συντονίστρια ομάδας:
● Νταή Ειρήνη-Ακριβή, Οικονομολόγος (MSc Διεθνή Χρηματοδοτική & Πολιτική Οικονομία)
Επιστημονικοί συνεργάτες/συνεργάτιδες της Ομάδας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ:
● Βουδούρης Γιώργος, Οικονομολόγος
● Βλασσόπουλος Γιάννης, Κοινωνικός Επιστήμονας-Κοινωνιολόγος
● Γκίκας Γιώργος, Εργατολόγος LLM Εργατικού Δικαίου, LLM Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης & Υγείας
● Δελής Βασίλης, Πολιτικός Επιστήμονας, απόφοιτος ΕΣΔΔΑ, πρ. μέλος ΔΣ ΟΑΕΔ
● Δημόπουλος Θοδωρής, υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρ. Πρόεδρος του ΚΚΠ Στερεάς Ελλάδος
● Ζαβογιάννη Ηρώ, Πολιτική Επιστήμονας
● Ζαχαρόπουλος Βασίλης Νομικός, Health Systems Expert, MJuris, απόφοιτος ΕΣΔΔΑ
● Θεοδωρουλάκης Μενέλαος, Διδάκτορας Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου
● Κάτσης Χρήστος, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Η/Υ
● Κορφιάτης Πάνος, Αναλυτής επιχειρησιακών δεδομένων στον τομέα της ασφάλισης, πρ. Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ
● Κουρού Ιωάννα, Κοινωνιολόγος, υπ. Δρ. Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
● Κωστοπούλου Μίνα, Επικοινωνιολόγος-Πολιτική Αναλύτρια
● Μητροπούλου Αγγελική, υπ. Δρ. Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Αιγαίου
● Νικολοπούλου Βασιλική, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
● Νταής Στέργιος, Βιοφυσικός (MSc in Biophysics, Biochemistry & Biotechnology, KU Leuven)
● Παπουτζής Λάζαρος, υπ. Δρ. Σημειωτικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρ. Πρόεδρος του ΚΚΠ Δυτ. Μακεδονίας
● Σελίμης Αλέξανδρος, Διδάκτορας Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης
● Σωτηρόπουλος Άγγελος, Φυσικός, Διδάκτορας Χημικής Μηχανικής Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
● Τριανταφυλλίδου Χάρις, Πολιτική Επιστήμονας
● Τσίτσικας Χρήστος, Οικονομολόγος, Διδάκτορας Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
● Χατζηγιαννάκης Ορέστης, Πολιτικός Επιστήμονας, υπ. Δρ. Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ