▸ Άρθρο του Νίκου Φίλη, τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, στην κυριακάτικη «Kontra News»
Πριν από δυο βδομάδες ήταν προγραμματισμένο το άνοιγμα των σχολείων. Το αμέσως προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε να ανοίξει δημόσιος διάλογος για να επιτευχθεί αυτό με ασφάλεια. Μετά από άκαρπες εκκλήσεις μας να συζητηθεί το θέμα στην αρμόδια Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με την παρουσία ειδικών, καταθέσαμε τον Ιούλιο στο όργανο 10 προτάσεις προς συζήτηση, τις οποίες συνεχίσαμε να εμπλουτίζουμε. Ωστόσο, δεν συζητήθηκαν ποτέ. Δεν αφιερώθηκε ούτε ένα λεπτό, γιατί δεν το ήθελε η υπουργός, χωρίς όμως να κατεβάσει προτάσεις εκ μέρους του υπουργείου. Γιατί; Εξηγώ στο τέλος αυτού του άρθρου.
Όπως είναι γνωστό, στις κοινοβουλευτικές επιτροπές δεν γίνεται νομοθέτηση. Δεν υπάρχει ανάγκη για πολιτικές αντιπαραθέσεις και κορώνες. Διάλογος γίνεται, για διάφορα θέματα επικαιρότητας ή σχέδια νόμου, με την παρουσία φορέων και ειδικών που ενημερώνουν τους βουλευτές για πλευρές της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής τις οποίες εκείνοι δεν γνωρίζουν.
Όταν μια κυβέρνηση διαθέτει στοιχειωδώς δημοκρατικές αρχές και ευρύτητα πνεύματος, οι συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών έχουν αποτέλεσμα. Ειδικά στο ζήτημα της ασφαλούς επανεκκίνησης των σχολείων, που και οι βουλευτές έπρεπε να ενημερωθούν με επιστημονικά στοιχεία και δεδομένα από τους ειδικούς αλλά και η κοινωνία και οι γονείς θα επωφελούνταν από ένα κλίμα συναίνεσης. Ειδικά όταν οργιάζουν φήμες, κουβέντες για εξωφρενικές συνωμοσίες και αντιεπιστημονικές δοξασίες.
Οι προτάσεις μας έχουν γίνει γνωστές -θα θυμίσω λοιπόν απλώς μια: προτείναμε με τη συνδρομή των δήμων να αναζητηθούν επιπλέον αίθουσες και να προσληφθούν παραπάνω αναπληρωτές, ώστε τα μεγαλύτερα τμήματα να «σπάσουν» για να υπάρξει «αραίωση»· να τηρηθούν αποστάσεις. Θα ήταν προσωρινό βέβαια το μέτρο, πιθανότατα για ένα χρόνο (εφόσον η εξέλιξη της πανδημίας και η παρασκευή εμβολίου το επιτρέψουν), που θα «πρόσθετε ασφάλεια» σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, εκπαιδευτικούς και στα μέλη της οικογένειάς τους.
Απέναντι σε αυτά, η υπουργός έκανε ένα και μόνο πράγμα: επικοινωνία. Πρώτον, διαπίστωσε ότι ο μέσος όρος των μαθητών ανά τάξη είναι… μόλις 17. Τεράστιας σημασίας δήλωση! Ακυρώνει ότι υπάρχουν τάξεις με 27 μαθητές! Δεύτερον, έπιασε το τροπάρι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει να βρεθούν 40.000 (!) αίθουσες, το οποίο έκτοτε αναπαράγουν αμήχανα οι βουλευτές της ΝΔ στα ΜΜΕ. Μαζί, ότι (για να σπάσουν τα τμήματα) «χρειάζεται να προσληφθούν και 100.000 (!) αναπληρωτές». Θαρρείς και θα διπλασιάζαμε όλα τα σχολεία της χώρας!
Νούμερα φωτοβολίδες και εκτός πραγματικότητας, μπας και πεισθούν λίγοι εύπιστοι. Στο κάτω κάτω, λίγο πριν (Μάιο) είχαν ψηφίσει την αύξηση των μαθητών ανά τάξη στα δημοτικά! Καλά διαβάζετε! Εν μέσω πανδημίας και παρά τις σφοδρές μας αντιδράσεις, αποφάσισαν να πρωτοτυπήσουν σε παγκόσμιο επίπεδο, αυξάνοντας το συνωστισμό. Αν πω ότι θα μπουν στο βιβλίο Γκίνες στην κατηγορία «ανευθυνότητα έναντι του κορονοϊού» θα υπερβάλλω;
Το υπουργείο Παιδείας ανοίγει τα σχολεία όπως είχαν κλείσει την περασμένη χρονιά, αλλά… με δυο μάσκες κι ένα παγουρίνο του ενός ποτηριού. Τι σοβαρή προετοιμασία! Και αυτές τις μάσκες ακόμα, τις παρήγγειλαν (μετά το πρωτοφανές άδειασμα της υπουργού από τον πρωθυπουργό) τέλη Αυγούστου, με τα γνωστά επακόλουθα: γελοιοποίηση στα σόσιαλ μίντια και σπατάλη δημόσιων πόρων. Τόση «επιτελικότητα». Λέξη βέβαια δίχως νόημα στο στόμα τους.
Ποιο είναι το επιμύθιο: σε μια συγκυρία που το δεύτερο κύμα έχει σηκωθεί, που σχολεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο (δυστυχώς!) το υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε καταρχάς το θετικό διάλογο και κατόπιν αρνήθηκε να δράσει. Αποποιήθηκε με δυο λόγια το ρόλο του: Να πάρει πραγματικά μέτρα, πρωτίστως να προσφέρει σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς το αίσθημα ασφάλειας που ζητούν.
Η προτεραιότητά του τους τελευταίους μήνες ήταν μια επαναλαμβανόμενη νομοθέτηση προς διευκόλυνση ιδιοκτητών κολεγίων και ιδιωτικών σχολείων σε ό,τι ζητούσαν και όποιο γραμμάτιο είχαν παραδώσει για υπογραφή.
Βέβαια, τι πρεσβεύει και τι θα επιδίωκε να εφαρμόσει ως κυβέρνηση η ΝΔ, το ξέραμε. Δεν είχαμε αμφιβολίες. Ότι όμως θα αποτύγχανε σε ένα ζήτημα τόσο σημαντικό, ήταν κυριολεκτικά σοκαριστικό. Η περσινή χρονιά ελπίζουμε ότι θα ξεπεραστεί χωρίς μόνιμο σημάδι στους μαθητές. Μια δεύτερη χρονιά με τα σχολεία κλειστά θα είναι πληγή, φοβάμαι, ανεπούλωτη. Αλλά και το μήνυμα στην κοινωνία, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, με ένα δεύτερο γενικευμένο κλείσιμο των σχολείων θα είναι εξίσου σοβαρές. Δυστυχώς, δεν υπήρξε στο υπουργείο πολιτική ηγεσία αντάξια των συνθηκών, που θα το καθιστούσε αν όχι αδύνατο, πάντως λιγότερο πιθανό.