fbpx

Φίλης: Το «Νέο Σχολείο» είναι αναχρονισμός και αντιμεταρρύθμιση ολκής

Facebook
Twitter
Email

Την άποψη πως το λεγόμενο «Νέο Σχολείο», δηλαδή το νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως για την Παιδεία, είναι ένας «κολοσσιαίων διαστάσεων αναχρονισμός και αντιμεταρρύθμιση ολκής», καταθέτει μιλώντας στο Newsbomb.gr ο Νίκος Φίλης, υποστηρίζοντας πως επιστρέφει την εκπαίδευση στη χαμηλής ποιότητας κατάρτιση και την παιδική εργασία από τα 15.

H συνέντευξη του Νίκου Φίλη στο Newsbomb.gr

Κύριε Φίλη, πριν από μερικές ημέρες, η υπουργός Παιδείας παρουσίασε το νομοσχέδιο για το λεγόμενο «Νέο Σχολείο». Ποια είναι η πρώτη σας τοποθέτηση ως προς αυτή τη κυβερνητική πρωτοβουλία;

Νέες ρυθμίσεις για την επιστροφή στο παλιό κακό σχολείο του αυταρχισμού, του ασφυκτικού κομματικού ελέγχου και των διαρκών αποκλεισμών. Με κεντρικό στόχο τον εξοβελισμό από την εκπαίδευση κάθε δημοκρατικής-συμμετοχικής διαδικασίας με άξονα τη λειτουργία του Συλλόγου Διδασκόντων και του Σχολικού Συμβουλίου, που αντικαθίστανται από την «ενός ανδρός αρχή» ή και γυναικός εν προκειμένω. Αναφέρομαι στον κεντρικό ρόλο που το νομοσχέδιο αυτό επιφυλάσσει στον Διευθυντή-«δερβέναγα» και απόλυτο κύριο του σχολείου. Αλλά και σε μια σειρά άλλους μονοπρόσωπους, μονοκομματικά ελεγχόμενους και ιεραρχικά αλληλοεξαρτώμενους θεσμούς ασφυκτικής επιτήρησης και ελέγχου των σχολείων και των εκπαιδευτικών, υπό τον μανδύα της αξιολόγησης. Ακόμη και η επιμόρφωση αντί δικαιώματος του συνόλου των εκπαιδευτικών, στο νομοσχέδιο παρουσιάζεται ως «ποινή» για όσους/ες καταταγούν χαμηλά στην τετραβάθμια κλίμακα ποσοτικής και όχι περιγραφικής αξιολόγησης που καθιερώνεται.

Επιστροφή, λοιπόν, με νεογλωσσικούς μοντερνισμούς και hi-tech περιτυλίγματα (περί «μεντόρων», εποπτών, ανεστραμμένης τάξης, ψηφιακής αναβάθμισης, πολλαπλού βιβλίου) στο σχολείο του ’50 και του ’60, στον «επιθεωρητισμό» και στον άκρατο ανταγωνισμό, που το δημόσιο σχολείο είχε αποβάλει μετά τη δημοκρατική Μεταπολίτευση.

Πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων αναχρονισμό και για αντιμεταρρύθμιση ολκής. Επιστρέφει αναπαλαιωμένο το συντηρητικό και έμπλεο ανισοτήτων και διακρίσεων σχολείο, που περιγράφεται στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», όπου «ξύλο» και «κόλαση», δυστυχώς, θα είναι πλέον μια σειρά από ψηφιακά μέσα φακελώματος του φρονήματος και των επιδόσεων των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Το ίδιο ο διαχωρισμός των σχολείων σε «καλά», «μέτρια» και «κακά», ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων.

Έτσι, ώστε, αφού η περίφημη «αυτονομία» συνδεθεί με την αυτοχρηματοδότηση των σχολείων σε βάρος της δημόσιας χρηματοδότησης, η οποία θα βαίνει μειούμενη και θα συνδέεται με τις επιδόσεις κάθε σχολείου, να μπει τέλος σε μια μεγάλη κατάκτηση που είναι το δημόσιο σχολείο της γειτονιάς. Δημιουργείται στη θέση του το «σχολείο της αγοράς». Γι’ αυτό το νέο διοικητικό μοντέλο της εκπαίδευσης προσομοιάζει με την οργάνωση εμπορικών αλυσίδων και υποκαταστημάτων. Ακόμη και οι τάξεις των «μαθητών-πελατών» προτείνεται να οργανώνονται όχι τυχαία με βάση το πρώτο γράμμα του επωνύμου, αλλά, σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο ή άλλο (ακόμη και ρατσιστικού χαρακτήρα) κριτήριο.

Διακρίσεις, φραγμοί, διαρκής ανταγωνισμός, πολλαπλασιασμός του εξεταστικού φορτίου με στόχο τη γιγάντωση των ανισοτήτων και την καθίζηση του συνολικού μορφωτικού κεφαλαίου της χώρας, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η νέα Δεξιά, πιο παλιά από τη ΝΔ της Μεταπολίτευσης, επαναφέρει το μοντέλο της «φτηνής» ανάπτυξης και της καπιταλιστικής κερδοφορίας που θα βασίζεται στην εκμετάλλευση ενός εργατικού δυναμικού, χαμηλής ειδίκευσης και εξαθλιωμένων συνθηκών εργασίας, όπως είδαμε πρόσφατα με το νόμο Χατζηδάκη. Αυτό αποτυπώνεται στις «μεταρρυθμίσεις» που με κατεδαφιστικό οίστρο φέρνει η ΝΔ στην εκπαίδευση.

Αν καταλαβαίνω καλά, εκτιμάτε ότι βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με τις πρόσφατες αλλαγές στη τριτοβάθμια εκπαίδευση;

Βέβαια, όλα είναι μια αλυσίδα με στόχο την ανακατεύθυνση της εκπαίδευσης και των πόρων προς δύο μεγάλες κατευθύνσεις.

Πρώτον: την χαμηλής ποιότητας κατάρτιση και την παιδική εργασία από τα 15, πριν ο έφηβος αποκτήσει στέρεη γνώση και συνείδηση των δικαιωμάτων του ως πολίτης. Γι’ αυτό βάζουν τις επιχειρήσεις τόσο έντονα στο παιχνίδι της κατάρτισης και φέρνουν στο Λύκειο την Τράπεζα Θεμάτων για να αποθαρρυνθούν να συνεχίσουν οι μέτριοι και οι αδύνατοι μαθητές, από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Αδιαφορούν για την τύχη αυτών των παιδιών. Θυμηθείτε με, θα οδηγήσουν έτσι στη σχολική εγκατάλειψη, την οποία με επαίνους από την ΕΕ είχε σχεδόν μηδενίσει η Ελλάδα επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον: τη θεσμική ενδυνάμωση των Κολλεγίων που απέκτησαν de facto καθεστώς ισότιμο με τα δημόσια Πανεπιστήμια, ώστε, σε συνδυασμό με το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, να οδηγούνται εκεί δεκάδες χιλιάδες υποψήφιοι κάθε χρόνο και να «αρμέγουν» οι ιδιοκτήτες τους τις οικογένειες, προσφέροντας, σπουδές κατά πολύ υποδεέστερες των δημόσιων Πανεπιστημίων, αφού τα Κολλέγια βρίσκονται ως και χιλιάδες θέσεις χαμηλότερα από αυτά στις διεθνείς ακαδημαϊκές αξιολογήσεις. Αυτή η κυβέρνηση κάνει κακής ποιότητας business σε όλα τα επίπεδα, αλλά ειδικά στο χώρο της Παιδείας τα deals του κ. Μητσοτάκη με την καταποντισμένη στις μετρήσεις της κοινής γνώμης κυρία Κεραμέως, είναι πραγματικά εξοργιστικά.

Δηλαδή, τι πρέπει να γίνει για να αναβαθμιστεί η δημόσια Παιδεία;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ως στρατηγική επιλογή την κοινωνία της γνώσης και την οικονομία της ισχυρής προστιθέμενης αξίας, προτείνει την αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, του 4,5% του ΑΕΠ. Αγωνίστηκε επίσης ως κυβέρνηση και πέτυχε τους 15.000 διορισμούς που με τεράστια καθυστέρηση και μετά την έντονη πίεση που ασκήσαμε υλοποιεί επιτέλους η κυβέρνηση. Χρειάζεται, μετά την εμπειρία της πανδημίας γενναία ενίσχυση του μόνιμου ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, ενώ πρέπει να τεθεί το ζήτημα της μισθολογικής καθήλωσης των εκπαιδευτικών σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, σε συνάρτηση βέβαια με το σύνολο του δημόσιου τομέα.

Σε συνθήκες διαρκούς υγειονομικής κρίσης και συναγερμού, οφείλουμε να ανασχεδιάσουμε τις εκπαιδευτικές μας δομές και να αξιοποιήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση τους ευρωπαϊκούς πόρους και ειδικά το Ταμείο Ανάκαμψης. Να γίνει πράξη η 14χρονη εκπαίδευση. Να εκπονηθούν ή να αναμορφωθούν σε όλες τις βαθμίδες τα Προγράμματα Σπουδών. Να εκδοθούν τα νέα βιβλία και τα κατάλληλα συμπληρωματικά της διά ζώσης διδασκαλίας ψηφιακά μέσα και ο απαραίτητος εργαστηριακός εξοπλισμός.

Να επανέλθει η Κοινωνιολογία, οι Πολιτικές Επιστήμες και τα Καλλιτεχνικά Μαθήματα, καθώς και τα νέα αναλυτικά προγράμματα στην Ιστορία και τα Θρησκευτικά, που έριξε στην πυρά η ΝΔ και η Ιεραρχία. Να ισχύσει το αξιοκρατικό σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης που είχε καθιερώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μακριά από πελατειακά και κομματικά πρότυπα, καθώς και το εξεταστικό σύστημα με την ελεύθερη πρόσβαση σε σημαντικό αριθμό τμημάτων που εμείς καθιερώσαμε, ενδυναμώνοντας το απολυτήριο Λυκείου. Να συνεχιστεί η ενίσχυση των ΕΠΑΛ, του θεσμού της Μαθητείας που εμείς δημιουργήσαμε. Να λειτουργήσουν τα διετή Προγράμματα Τεχνικής Εκπαίδευσης στα ΑΕΙ που ο ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε. Να επανέλθει η Έρευνα στο Υπουργείο Παιδείας και να ενισχυθούν πρωτοποριακοί θεσμοί του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ΕΛΙΔΕΚ για την ανάσχεση του brain-drain.

Στον τομέα της μάχης για το κλίμα και την υγειονομική ασφάλεια και ανθεκτικότητα που πρέπει να διαπερνά όλες τις πολιτικές. Να εκσυγχρονίσουμε και να μεταβάλλουμε ενεργειακά τα σχολικά κτίρια. Να μειώσουμε τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη. Να φτιάξουμε ένα μεγάλο πρόγραμμα φοιτητικών εστιών. Να στήσουμε εθνική υποδομή τηλεκπαίδευσης κι όχι σε μια άλλη κρίση να εξαρτώμαστε από την κάθε Cisco. Οφείλουμε, αντί για αστήρικτους πανηγυρισμούς ότι δήθεν πέτυχε η τηλεκπαίδευση να αναγνωρίσουμε ότι δύο σχολικές χρονιές πήγαν άσχημα για εκατομμύρια παιδιά. Ότι υπάρχουν τεράστια μορφωτικά κενά και ταυτόχρονα μεγάλα ψυχοκοινωνικά προβλήματα στους μαθητές.

Αυτά πρέπει να αντιμετωπίσουμε με επιμονή και σχέδιο, κι όχι να εξαντλεί η κυβέρνηση το δυναμισμό της για νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς πάνω στα ερείπια που προκαλεί η κρίση. Αυτό είναι το επείγον σε όλες τις χώρες του κόσμου, όπως επισήμανε πρόσφατα «τραβώντας κυβερνητικά αυτιά» ο Αντρέα Σλάιχερ, υψηλόβαθμο στέλεχος του ΟΟΣΑ στον τομέα της εκπαίδευσης.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ >