Τι λέει ο πρώην αναπλ. υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας για θέματα πολιτικών στους τομείς έρευνας και καινοτομίας, τις προτάσεις του νέου Νόμου-Πλαίσιο, αλλά και τις προτάσεις για την δημιουργία νέου Οργανισμού Έρευνας
Συνέντευξη στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και τη Μάρνυ Παπαματθαίου
—
Το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας περιλαμβάνει και σειρά διατάξεων για την πανεπιστημιακή έρευνα. Τι λέτε εσείς ότι πρέπει να γίνει;
Η γενικότερη πολιτική σε θέματα έρευνας που βλέπω τα τελευταία χρόνια ξεκινάει από μία ιδεολογική εμμονή ότι η επιστημονική έρευνα πρέπει να υπηρετεί την επιχειρηματικότητα. Έχει δειχθεί διαχρονικά όμως ότι αυτή η χρησιμοθηρική αντίληψη περί έρευνας, λειτουργεί ανασταλτικά και ως προς αυτόν τον ίδιο το στόχο που υποτίθεται ότι επιδιώκει να ικανοποιήσει, την αναγκαία αύξηση της έντασης γνώσης στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Σε αυτήν την αντίληψη βλέπω να κινούνται και οι προτάσεις του υπουργείου Παιδείας σήμερα, οι οποίες βασίζονται σε παρωχημένες ιδέες που αντίκεινται στην ακαδημαϊκότητα κι έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες, όπως αυτές του «επιχειρηματικού πανεπιστημίου», των «βιομηχανικών διδακτορικών». Κανένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «επιχειρηματικό».
Επίσης, προτείνονται διατάξεις για την δημιουργία πληθώρας πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων και Ινστιτούτων με ανύπαρκτη όμως δημόσια και αμφίβολη ιδιωτική χρηματοδότηση. Έτσι δημιουργείται ένα παράλληλο ερευνητικό σύστημα χωρίς καμία μελέτη και τεκμηρίωση για την προστιθέμενη αξία που παράγει.
Ταυτόχρονα, βαθαίνει το σχίσμα μεταξύ ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων καθώς δεν προβλέπονται συνέργειες για τη βέλτιστη αξιοποίηση ανθρώπινων πόρων και υποδομών. Ουσιαστικά, επισημοποιείται ο κατακερματισμός του ερευνητικού δυναμικού, εντείνονται οι ανισότητες πρόσβασης νέων επιστημόνων στη μεταπτυχιακή εκπαίδευση και την έρευνα και θεσμοθετείται η έντονη επισφάλεια που ήδη αντιμετωπίζουν.
Πιστεύω ότι η ιδέα ενός τέτοιου «επιχειρηματικού πανεπιστημίου» μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνο στο πλαίσιο ενός αυταρχικού πανεπιστημίου, με ανύπαρκτη τη δημόσια λογοδοσία της διοίκησής του, όπως προβλέπουν άλλα άρθρα του νομοσχεδίου, και απαξίωση της ακαδημαϊκότητας.
Είναι απορίας άξιο αν το ανώτατο συμβουλευτικό όργανο για την Έρευνα, το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας & Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), έχει εκφράσει άποψη για τη διαμόρφωση αυτού του σχεδίου.
Τι λέτε για την πρόταση δημιουργίας Εθνικού Οργανισμού Έρευνας (ΕΟΕ) που πρότειναν πρόσφατα συνάδελφοί σας;
Είναι μια πρόταση που αντανακλά την αγωνία των συναδέλφων για την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα και ξεκινά από ορισμένες σωστές επισημάνσεις με τις οποίες συμπλέουμε. Για παράδειγμα, η ύπαρξη συνεπούς και επαρκούς δημόσιας χρηματοδότησης για τη στήριξη της βασικής έρευνας που προέρχεται από την επιστημονική περιέργεια και ο ενιαίος χώρος ανώτατης παιδείας και έρευνας κάτω από την ίδια στέγη στο ίδιο υπουργείο, είναι απαραίτητες συνθήκες για την οικοδόμηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου με βάση την οικονομία της γνώσης. Εκεί κινηθήκαμε κι εμείς στο παρελθόν και από θέσεις ευθύνης. Δυστυχώς, οι σημερινές κυβερνητικές επιλογές βλέπω να κινούνται αντιδιαμετρικά προς αυτές τις αντιλήψεις και ουσιαστικά εγκλωβίζουν τη δυναμική της έρευνας.
Έχω όμως σοβαρές ενστάσεις για το αντίδοτο που προτείνουν οι συνάδελφοι πανεπιστημιακοί, την πρόταση για την ίδρυση του ΕΟΕ. Η πρόταση αυτή τελικά είναι όχι μόνο ανεφάρμοστη αλλά μπορεί να οδηγήσει και στην πλήρη απορρύθμιση της έρευνας. Είναι μια ιδέα που πρωτοεμφανίσθηκε στη περίφημη έκθεση Πισσαρίδη.
Χωρίς τεκμηρίωση του καλύτερου συντονισμού που θα προκύψει, αγνοεί ότι ήδη η Γενική Γραμματεία Έρευνας & Καινοτομίας επιτελεί σε μεγάλο βαθμό αυτό τον ρόλο. Προτείνεται έτσι, η δημιουργία μιας νέας, συγκεντρωτικής δομής σε επίπεδο Οργανισμού, στην οποία θα συνυπάρχουν φορείς με ετερόκλητες καταβολές, νοοτροπίες και προτεραιότητες. Ο κίνδυνος δημιουργίας μιας υπερδομής που θα περιλαμβάνει υποσύνολα διαφορετικών ταχυτήτων με εγγενείς πηγές τριβής είναι ορατός.
Επιπλέον, παρά τις προθέσεις των συναδέλφων περί εξάλειψης της γραφειοκρατίας, πολύ φοβάμαι ότι η λειτουργία του ενός τέτοιου Οργανισμού, θα δημιουργήσει ένα πρόσθετο ενδογενές στρώμα οριζόντιας γραφειοκρατίας. Κι αυτό γιατί οι πόροι που θα πρέπει να διαχειριστεί, υπόκεινται σε κανόνες εθνικής αλλά και ευρωπαϊκής εμβέλειας που δύσκολα μπορεί να συντονιστούν. Επίσης, καλύπτουν ανελαστικές δαπάνες των φορέων, όπως η μισθοδοσία τακτικού προσωπικού, με ότι αυτό συνεπάγεται για πιθανή συρρίκνωσή τους.
Όσο για το προτεινόμενο μοντέλο διακυβέρνησης του Οργανισμού από διακεκριμένους επιστήμονες, παρόλο που πιστεύω ότι για να διαμορφώσεις ερευνητική πολιτική είναι αναγκαίο να έχεις υπάρξει ενεργός στην έρευνα, αυτό δεν συνεπάγεται ότι καταξιωμένοι στο στενό ερευνητικό τους πεδίο επιστήμονες είναι κατ’ ανάγκη αποτελεσματικοί και στη χάραξη γενικότερης πολιτικής. Με αλλά λόγια, η επιστημονική καταξίωση, συχνά μάλιστα «σωτήρων» από το εξωτερικό, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη επιτυχίας. Υπάρχουν τρανά παραδείγματα περί αυτού.
Και βέβαια διερωτώμαι πώς η ιδέα του ΕΟΕ συμβιβάζεται με τα όσα περιλαμβάνονται στο πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την ίδρυση πληθώρας νέων Ινστιτούτων.
Οπότε τι προτείνετε εσείς;
Τη συστηματικά αυξανόμενη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας, η οποία συμπαρασύρει και τις ιδιωτικές δαπάνες. Είναι η δημόσια χρηματοδότηση αυτή που μπορεί να στηρίξει με συνέπεια τους ανθρώπους της έρευνας, τον εμπλουτισμό και αναβάθμιση των ερευνητικών επιστημονικών υποδομών.
Αυτή μπορεί να στηρίξει την απρόσκοπτη λειτουργία του ΕΛΙΔΕΚ χωρίς την αλλοίωση της ανεξάρτητης φυσιογνωμίας του και τη συνέχιση και ανάπτυξη νέων εμβληματικών δράσεων με σημαντική κοινωνική απήχηση.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η δημιουργία ευκαιριών και ελκυστικών προοπτικών εξέλιξης για νέους ερευνητές, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάσχεση φαινομένων όπως του brain-drain και του brain-waste. Το τρίπτυχο: ασφαλιστικά δικαιώματα και περίθαλψη, αυτονομία, ελκυστικές εργασιακές προοπτικές για τους νέους επιστήμονες τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, απαντά στην τρέχουσα εργασιακή τους επισφάλεια και θα πρέπει να αναδειχθεί.
Σήμερα, βιώνουμε μια κοντόφθαλμη αντίληψη περί ανταποδοτικότητας των δαπανών στην έρευνα, αγνοώντας το γεγονός ότι οι αυτές οι δαπάνες δεν αποτελούν κόστος, αλλά επένδυση. Επένδυση στους νέους επιστήμονες, επένδυση στο μέλλον της χώρας.