fbpx

Κ. Φωτάκης – Αλ. Σελίμης: το Ανθρώπινο Δυναμικό της Έρευνας και της Καινοτομίας

Facebook
Twitter
Email

Άρθρο των Κώστα Φωτάκη, πρώην αναπλ. υπουργού Έρευνας & Καινοτομίας, και Αλέξανδρου Σελίμη, διδάκτορα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Στο αντιφατικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της επιστροφής των εθνικισμών, οι προκλήσεις που αναδύονται είναι μεγάλες. Στη χώρα μας, οι προκλήσεις αυτές εντείνονται ακόμη περισσότερο από τον συνδυασμό των πολλαπλών κρίσεων που καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει. Κρίση γεωπολιτική, οικονομική, υγειονομική και κλιματική. Η ανάγκη για τη βέλτιστη ανάδειξη, ενίσχυση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, της πολυτιμότερης παρακαταθήκης που διαθέτει, και η στήριξη της ποιοτικής επιστημονικής έρευνας είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ.

Στο πρόσφατο παρελθόν, την περίοδο 2015-2019, εφαρμόστηκαν στον Τομέα Ερευνας & Καινοτομίας του υπουργείου Παιδείας μια σειρά μεταρρυθμίσεων χωρίς προηγούμενο σε εύρος και ένταση, που οδήγησαν στη θεαματική βελτίωση των επιδόσεων της χώρας, όπως αυτές καταγράφηκαν σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ταυτόχρονα, αποτέλεσαν ένα σοβαρό βήμα για την ανάσχεση της μονόδρομης φυγής εξειδικευμένων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) και την αντικατάστασή της από μια ισόρροπη κινητικότητα (brain circulation).

Παράλληλα, κινήθηκαν στην κατεύθυνση περιορισμού της απασχόλησης νέων επιστημόνων σε εργασίες άσχετες με την εξειδίκευσή τους (brain waste). Και τα δύο φαινόμενα οξύνθηκαν στην Ελλάδα με τη σοβαρή υποτίμηση της εργασίας κατά τα χρόνια της κρίσης. Χαρακτηριστικά, η εκροή εξειδικευμένων επιστημόνων σχεδόν δεκαπλασιάστηκε, αποστερώντας τη χώρα από νέους ερευνητές και επιστήμονες.

Η έρευνα και η καινοτομία αποτέλεσαν τη βάση για τη διαμόρφωση ενός νέου σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας: την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης. Πρόκειται για ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, με σαφές κοινωνικό πρόσημο, που ενσωματώνει τα αποτελέσματα της γνώσης που προκύπτουν από την επιστημονική έρευνα στις διαδικασίες παραγωγής. Επίσης, έγιναν βήματα για την ανάδειξη της αυταξίας της γνώσης που συντελεί στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και κατ’ επέκταση στη χειραφέτηση της κοινωνίας.

Το σχέδιο αυτό εντάχθηκε για πρώτη φορά στην αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας με την ισχυρή ώσμωση μεταξύ Παιδείας και Ερευνας, που καθορίζουν τον ενιαίο χώρο παραγωγής και διάχυσης της γνώσης. Η υλοποίησή του βασίστηκε σε καίριες πρωτοβουλίες που απευθύνονταν τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα:

■ Μέτρα ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού και στήριξης των υποδομών, που αποσκοπούσαν, κυρίως, στην παραμονή ή και στην επιστροφή στη χώρα του επιστημονικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης. Δυναμικό που είναι οδηγός στην προσπάθεια για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας με βάση τη νέα γνώση και την καινοτομία.

■ Υποστήριξη και μεγέθυνση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας για την ενσωμάτωση αυτής της γνώσης και της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία και αύξηση της έντασης γνώσης στις ελληνικές επιχειρήσεις.

Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες αυτές ξεχωρίζει η ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), που έθεσε το ανθρώπινο δυναμικό στο επίκεντρο του αναπτυξιακού επανασχεδιασμού.

Επιστημονική έρευνα και οικονομική ανάπτυξη

Η διασύνδεση της έρευνας με την οικονομική ανάπτυξη ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε μια διαδικασία μονοσήμαντη και γραμμική, αλλά πάντα εξαιρετικά σύνθετη. Η σχέση αυτή εξαρτάται σε κάθε χώρα από παράγοντες όπως οι ιστορικές της καταβολές, η επιστημονική και τεχνολογική ετοιμότητα, η ωριμότητα της εγχώριας και διεθνούς αγοράς, οι συνθήκες εργασίας, το αξιακό σύστημα και οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί προσανατολισμοί της κοινωνίας, καθώς και οι πολιτικές που εφαρμόζονται.

Για τις πολιτικές αυτές υπάρχουν δύο κύριες αντιδιαμετρικές προσεγγίσεις: Η πρώτη βασίζεται στην ηγεμονία ενός άτεγκτου οικονομισμού. Ενός οικονομισμού που έχει ως βασικό κριτήριο την ένταση των δεικτών οικονομικής μεγέθυνσης, κυρίως μέσω πολιτικών λιτότητας και υποβάθμισης της εργασίας. Πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που προωθεί τη μονοσήμαντη αξιοποίηση της έρευνας, και της γνώσης που προκύπτει από αυτήν, με άξονα μια έντονα ωφελιμιστική νοοτροπία. Σύμφωνα με αυτήν, «χρήσιμη» είναι μόνο η έρευνα που οδηγεί σε αποτελέσματα που καλύπτουν αποκλειστικά πρόσκαιρες απαιτήσεις της αγοράς μέσω μιας άκριτης και απορυθμισμένης εμπορευματοποίησης.

Η προσέγγιση αυτή οδηγεί στον εγκλωβισμό του ερευνητικού δυναμικού σε συγκεκριμένους τομείς, συχνά ευκαιριακού και εφήμερου χαρακτήρα. Ο ερευνητής ωθείται να λειτουργεί ως οιονεί επιχειρηματίας. Πρόκειται για την ιδέα που οδηγεί στο λεγόμενο «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», η οποία σήμερα πνέει τα λοίσθια διεθνώς. Ιστορικά, έχει αποδειχθεί η περιορισμένη ανταποδοτικότητα αυτής της προσέγγισης, ιδιαίτερα όταν οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν στην υποχρηματοδότηση της ελεύθερης, χωρίς περιορισμούς, ποιοτικής έρευνας. Πιθανή απόρροια είναι η επιδότηση της κρατικοδίαιτης και συχνά παρασιτικής επιχειρηματικότητας.

Στη δεύτερη προσέγγιση, η παραγωγική διαδικασία, η παραγωγή πλούτου, είναι μια βαθύτατα κοινωνική διεργασία. Για αυτόν τον λόγο, δεν πρέπει να γίνεται με όρους ασυδοσίας της λεγόμενης αυτορυθμιζόμενης αγοράς ούτε με κρατικοδίαιτες λογικές. Από την άλλη, δεν μπορεί να γίνεται με όρους ενός αχαλίνωτου κρατικού παρεμβατισμού που οδηγεί σε μορφώματα κρατικομονοπωλιακού ή μονοψωνιακού καπιταλισμού. Αντίθετα, θεωρεί ότι η κοινωνική συμμετοχή και συνειδητή στήριξη, ο κοινωνικός έλεγχος ευνοούν την άνθηση της καινοτομίας και την ανάπτυξη υγιούς επιχειρηματικότητας.

Αν εστιάσουμε στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες το χάσμα καινοτομίας, σε συνδυασμό με την αποβιομηχάνιση, εγκλώβισαν την οικονομία σε θέση χαμηλής εξειδίκευσης και μειωμένης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Η διαμόρφωση του ερευνητικού τοπίου στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, με σοβαρή δημόσια υποχρηματοδότηση της έρευνας, ακόμη και κατά την εποχή των «παχιών αγελάδων» πριν από την κρίση. Χαρακτηριστικά, το 2004 οι δαπάνες για Ερευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α) ήταν της τάξης του 1 δισ. ευρώ και 0,5% του ΑΕΠ.

Αντίθετα, από το 2015 και μετά ακολουθήθηκε μια συστηματική αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης Ε&Α, η οποία οδήγησε σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων Ε&Α και στον ιδιωτικό τομέα. Η τάση αυτή ήταν συνεχής, και το 2018 οι συνολικές δαπάνες Ε&Α έφτασαν στα 2,2 δισ. € ή 1,18% του ΑΕΠ. Αν και αυτό το ποσοστό παραμένει χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (~2%), αντιπροσωπεύει την καλύτερη επίδοση που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ελλάδα, τόσο ως απόλυτο νούμερο όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ένταση των δαπανών Ε&Α μιας χώρα είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μέτρο της δέσμευσής της για την οικοδόμηση της οικονομίας της γνώσης. Για παράδειγμα, όπου βλέπουμε δυναμικά και ανθηρά επιχειρηματικά περιβάλλοντα, όπως στις ΗΠΑ ή στο Ισραήλ, αυτά στην πραγματικότητα βασίζονται, κατά κύριο λόγο, και σε πολύ μεγάλες επενδύσεις του δημόσιου τομέα. Η δημόσια επένδυση στην έρευνα, κατά τη διακυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε μια συνειδητή πολιτική επιλογή, με την έρευνα να βρίσκεται συνειδητά και για πρώτη φορά στον πυρήνα για την οικοδόμηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης.

Η υλοποίηση αυτής της πολιτικής επιλογής το διάστημα 2015-2019 βασίστηκε σε δύο ισοβαρείς άξονες:

■ Πρώτον, στη στήριξη της έρευνας που ανταποκρίνεται στη ζήτηση, δηλαδή σε σημερινές ανάγκες της αγοράς, αλλά και της κοινωνίας (demand-driven research). Πρόκειται για την έρευνα που συνήθως έχει άμεσα αποτελέσματα (σε 3-4 χρόνια) και στηρίζει την υπάρχουσα οικονομία. Αυτό προϋποθέτει τη γενικότερη αναβάθμιση του επιπέδου της έρευνας που διεξάγεται, με τον απεγκλωβισμό των δυνατοτήτων του ερευνητικού δυναμικού που υπάρχει από εργαλειακές προσεγγίσεις για «χρήσιμη» έρευνα και τη φετιχιστική διασύνδεσή της με την παραγωγή.

Δεύτερον, στην ενίσχυση της έρευνας, είτε βασικής είτε εφαρμοσμένης, που προέρχεται από την επιστημονική περιέργεια (curiosity-driven research) και η οποία συχνά υποτιμάται. Εδώ περιλαμβάνεται και η έρευνα που μπορεί να απαντήσει σε μεγάλες κοινωνικές προκλήσεις. Τα αποτελέσματά της έχουν, συνήθως, μακροπρόθεσμο και προσθετικό χαρακτήρα και ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να συνεισφέρουν σημαντικά στον μετασχηματισμό της οικονομίας.

Άνθρωποι και υποδομές: ο εμβληματικός ρόλος του ΕΛΙΔΕΚ

Το ανθρώπινο επιστημονικό δυναμικό και οι ερευνητικές υποδομές αποτελούν τις βάσεις για την παραγωγή και αξιοποίηση της γνώσης. Για την αντιμετώπιση του brain drain και του brain waste η ύπαρξη θέσεων εργασίας είναι απαραίτητη αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζονται ελκυστικά περιβάλλοντα που εμπνέουν και λειτουργούν ως πόλοι έλξης τόσο για νέους ερευνητές όσο και για καταξιωμένους επιστήμονες.

Το πιο σημαντικό εργαλείο προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, το 2016, στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (ERC). Η πρωταρχική αποστολή του ΕΛΙΔΕΚ ήταν η υποστήριξη της υψηλής ποιότητας ελεύθερης έρευνας χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Κύρια στόχευσή του ήταν η υποστήριξη των νέων επιστημόνων και της έρευνας που διεξάγεται στα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) της χώρας.

Το σκεπτικό για το ΕΛΙΔΕΚ από την ίδρυσή του ήταν να λειτουργεί ως ένα είδος ανεξάρτητης αρχής για την έρευνα, παραμένοντας μακριά από πιθανές κυβερνητικές παρεμβάσεις. Ο ρόλος της πολιτείας είναι μόνο εποπτικός. Αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα και βέβαια, χρειάζεται χρόνος για να συνειδητοποιηθεί σε βάθος.

Από την άποψη αυτή, το ΕΛΙΔΕΚ δεν αποτελεί έναν απλό χρηματοδοτικό οργανισμό, αλλά έναν φορέα στον οποίο τα ίδια τα μέλη της επιστημονικής κοινότητας, μέσω του Επιστημονικού Συμβουλίου που οι εκπρόσωποί της επιλέγουν, καθορίζουν τις ερευνητικές προτεραιότητες, τις διαδικασίες υλοποίησής τους και τις αξιολογήσεις των ερευνητικών έργων. Το ΕΛΙΔΕΚ στηρίζει υποψήφιους διδάκτορες, μεταδιδακτορικούς ερευνητές και μέλη ΔΕΠ/ερευνητές. Επίσης, χρηματοδοτεί την ανάπτυξη μεγάλων ερευνητικών εγκαταστάσεων για προηγμένη έρευνα σε ΑΕΙ και ΕΚ της χώρας. Ταυτόχρονα, με στοχευμένες δράσεις προβάλλει την απήχηση της επιστήμης στην κοινωνία.

Για τον σκοπό αυτό είχε ληφθεί μέριμνα όχι μόνο για αξιοπρεπείς απολαβές στους μεταδιδακτορικούς ερευνητές, αλλά και για την αναγνώρισή τους ως επιστημονικών υπευθύνων σε ερευνητικά έργα που έχουν υποβάλει και γίνονται αποδεκτά. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει τη δημιουργία της δικής τους ερευνητικής ομάδας, την ανάδειξη των ικανοτήτων τους, της δημιουργικότητας και του ταλέντου τους, διανοίγοντας γι’ αυτούς καινούριους δρόμους σταδιοδρομίας· στοιχεία που όπως έχει αποδεχθεί είναι ιδιαίτερα ελκυστικά. Το αποτέλεσμα αυτών των δράσεων είναι ο εμπλουτισμός των ΑΕΙ και ΕΚ με «νέο αίμα».

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι δεν υπήρξε αντίδραση στο ριζοσπαστικό αυτό εγχείρημα για το ερευνητικό τοπίο της χώρας. Πολλά εμπόδια που ξεκινούσαν από παρωχημένες νοοτροπίες ξεπεράστηκαν αλλά, δυστυχώς, νέα έχουν εμφανιστεί. Για παράδειγμα, αναφαίνεται μια προσπάθεια από τη σημερινή κυβέρνηση για τη μισθολογική υποβάθμιση των μεταδιδακτορικών ερευνητών που χρηματοδοτούνται από το ΕΛΙΔΕΚ, αναιρώντας την πολιτική επιλογή που είχε γίνει για αξιοπρεπείς απολαβές.

Η ίδρυση και λειτουργία του ΕΛΙΔΕΚ έγινε σε μια περίοδο οικονομικά δύσκολη, που επικρατούσε ένα ζοφερό περιβάλλον για την έρευνα στα ΑΕΙ και ΕΚ της χώρας εξαιτίας της χρόνιας υποχρηματοδότησής της. Βασίστηκε σε αρχική χρηματοδότηση 300 εκατ. € για την περίοδο 2017-2021. Από αυτό το ποσό, 180 εκατ. € προήλθαν από δάνειο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) με ευνοϊκούς όρους και 120 εκατ. € από το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. Οπαδοί της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την έρευνα αμφισβητούν, ακόμη και σήμερα, τη σκοπιμότητα αυτού του δανείου και αναρωτιούνται για την ανταποδοτικότητά του. Αντίθετα, για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΕΛΙΔΕΚ αποτέλεσε συνειδητή πολιτική και επένδυση για τους νέους επιστήμονες και ερευνητές, το μέλλον της χώρας.

Δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ΕΛΙΔΕΚ που αξίζει να σημειωθούν είναι ότι το κύριο κριτήριο για τη χρηματοδότηση των ερευνητικών έργων είναι η επιστημονική τους ποιότητα χωρίς θεματικούς αποκλεισμούς. Για παράδειγμα, οι ιδιαίτερα σημαντικές για τη διεθνή προβολή της χώρας ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες συνήθως παραμελούνται ή λαμβάνουν περιορισμένη υποστήριξη, υποστηρίζονται πλήρως από το ΕΛΙΔΕΚ. Επίσης, οι περιορισμοί ποσοστώσεων χρηματοδότησης στα προγράμματα ΕΣΠΑ για ορισμένες περιφέρειες της χώρας δεν ισχύουν για το ΕΛΙΔΕΚ.

Ο συνδυασμός της δημόσιας χρηματοδότησης από το ΕΛΙΔΕΚ μαζί με εκείνη από τα ευρωπαϊκά προγράμματα δίνει, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για την έρευνα.

Το ΕΛΙΔΕΚ με μια ματιά

■ Στο ΕΛΙΔΕΚ υποβάλλεται πρωτοφανής αριθμός προτάσεων σε όλα τα επίπεδα. Αυτό οφείλεται τόσο στην περιορισμένη υποστήριξη της έρευνας για μεγάλο χρονικό διάστημα όσο και στην ελκυστικότητα των προκηρύξεων. Συνολικά, μέχρι σήμερα, έχουν διατεθεί ή δεσμευτεί πόροι ύψους 180 εκατ. € για περίπου 1.000 υποτροφίες σε υποψήφιους διδάκτορες, περίπου 300 ερευνητικά έργα μεταδιδακτορικών ερευνητών, 260 ερευνητικά έργα μελών ΔΕΠ και ερευνητών, περισσότερα από 27 εκατ. € σε εξοπλισμό μεγάλης αξίας και σε 15 έργα για την προβολή της απήχησης της επιστήμης στην κοινωνία.

 Ο αντίκτυπος αυτών των δράσεων στην ανάσχεση του brain drain και του brain waste αποτυπώνεται στα ευρήματα μιας στατιστικής έρευνας που απευθύνθηκε στους νέους επιστήμονες οι οποίοι υποστηρίχθηκαν από τις πρώτες δύο προκηρύξεις του ΕΛΙΔΕΚ:

Ανάσχεση του brain drain:

 Από 189 χρηματοδοτούμενα έργα για μεταδιδακτορική έρευνα, 39 προτάθηκαν από νέους ερευνητές του εξωτερικού που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για την υλοποίηση των ερευνητικών έργων που είχαν προτείνει.

 Το 49% των μεταδιδακτορικών υποτρόφων και το 45% των διδακτορικών υποψηφίων δήλωσαν ότι παρέμειναν στην Ελλάδα λόγω της υποστήριξης του ΕΛΙΔΕΚ.

Μείωση του brain waste:

 34% των διδακτορικών υποψηφίων και 17% των μεταδιδακτορικών ερευνητών άφησαν θέσεις εργασίας άσχετες με την εξειδίκευσή τους για να επιστρέψουν στην έρευνα λόγω της υποστήριξης από το ΕΛΙΔΕΚ.

Συμπερασματικά, με τα δεδομένα που υπάρχουν, παρά τις αρχικές δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν, όπως σε κάθε οργανισμό που κάνει τα πρώτα του βήματα, το ΕΛΙΔΕΚ προχωρά σταθερά προς την ωριμότητα και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη της ερευνητικής κοινότητας.

Καινοτόμος επιχειρηματικότητα και νέοι επιστήμονες

Η ενίσχυση του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού μέσω του ΕΛΙΔΕΚ συνδυάστηκε με τη διεύρυνση ευκαιριών απασχόλησης και στον ιδιωτικό τομέα, με μια σειρά αποτελεσματικών εργαλείων που διαμορφώθηκαν για τη μετατροπή της νέας γνώσης σε αξιοποιήσιμη καινοτομία και τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας για επιστήμονες υψηλής κατάρτισης.

Αυτές οι δράσεις περιλαμβάνουν συνδυασμό μέτρων, όπως φορολογικά κίνητρα για δαπάνες έρευνας και καινοτομίας και στοχευμένα συνεργατικά έργα μεταξύ ερευνητικών οργανισμών και καινοτόμων επιχειρήσεων. Ποτέ στη χώρα δεν είχε γίνει επένδυση τέτοιας έκτασης για τη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και την αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» της ΓΓΕΤ: το 2018, 361 εκατ. € κατανεμήθηκαν σε συνεργατικά έργα ΑΕΙ και ΕΚ με επιχειρήσεις. Ωφελούμενοι ήταν 729 επιχειρήσεις από τις οποίες οι 228 ήταν νέες που δημιουργήθηκαν κατά τα χρόνια της κρίσης. Ταυτόχρονα, υπήρξε πρόβλεψη κινήτρων για τον εμπλουτισμό του ανθρώπινου δυναμικού τμημάτων R&D καινοτόμων επιχειρήσεων.

Συνολικά, μέχρι το τέλος του 2021 μέσω των προγραμμάτων της ΓΓΕΤ και του ΕΛΙΔΕΚ, αναμένεται να έχουν δημιουργηθεί 10.000 νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Επίσης, για επενδύσεις υψηλού κινδύνου σε καινοτόμες εταιρείες που προέρχονται από το ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον, και στελεχώνονται κυρίως από νέους επιστήμονες, δημιουργήθηκε, μαζί με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και την ΕΤΕπ, ειδικό ταμείο επιχειρηματικών συμμετοχών, με την επωνυμία «EquiFund». Η ύπαρξη του ταμείου αυτού έχει ήδη πυροδοτήσει σημαντική «έκρηξη» στη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων.

Παρά τις επικρίσεις που συχνά ακούγονται για τις επιδόσεις καινοτομίας της Ελλάδας, επικρίσεις που οφείλονται είτε σε ελλιπή πληροφόρηση είτε σε αποσπασματική χρήση στοιχείων για την εσκεμμένη δημιουργία εντυπώσεων, τα πραγματικά στοιχεία είναι αμείλικτα. Η ισχυρή τάση βελτίωσης την περίοδο 2015-2019 αποτυπώνεται στις εικόνες 1-3, οι οποίες αφορούν τις επιδόσεις της χώρας στους ευρωπαϊκούς δείκτες καινοτομίας, διαθεσιμότητας κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) και ποσοστού μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτουν καινοτομία προϊόντων ή/και διαδικασιών.

Χάρη στις παραπάνω επιδόσεις, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η μεταξύ 28 χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης της καινοτομίας κατά την περίοδο 2012-2019. Αν και συνολικά η χώρα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από «μέτριες επιδόσεις καινοτομίας», για πρώτη φορά, το 2018, μία από τις περιφέρειές της, η Κρήτη, είχε επιδόσεις που έφτασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την κατέταξαν μεταξύ των «ισχυρά καινοτόμων περιφερειών» (strong innovators) της Ε.Ε.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ε.Ε., αποδεικνύεται ότι οι τάσεις που διαμορφώθηκαν το διάστημα 2015-2019 έχουν καλύψει μεγάλη απόσταση προς την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με όχημα την οικονομία της γνώσης, έχοντας πρωταγωνιστές τους νέους επιστήμονες και τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Ο δρόμος προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι πλέον ανοικτός.

Η ενίσχυση του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού μέσω του ΕΛΙΔΕΚ συνδυάστηκε με τη διεύρυνση ευκαιριών απασχόλησης και στον ιδιωτικό τομέα, με μια σειρά αποτελεσματικών εργαλείων που διαμορφώθηκαν για τη μετατροπή της νέας γνώσης σε αξιοποιήσιμη καινοτομία και τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας για επιστήμονες υψηλής κατάρτισης.

Αυτές οι δράσεις περιλαμβάνουν συνδυασμό μέτρων, όπως φορολογικά κίνητρα για δαπάνες έρευνας και καινοτομίας και στοχευμένα συνεργατικά έργα μεταξύ ερευνητικών οργανισμών και καινοτόμων επιχειρήσεων. Ποτέ στη χώρα δεν είχε γίνει επένδυση τέτοιας έκτασης για τη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και την αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» της ΓΓΕΤ: το 2018, 361 εκατ. € κατανεμήθηκαν σε συνεργατικά έργα ΑΕΙ και ΕΚ με επιχειρήσεις. Ωφελούμενοι ήταν 729 επιχειρήσεις από τις οποίες οι 228 ήταν νέες που δημιουργήθηκαν κατά τα χρόνια της κρίσης. Ταυτόχρονα, υπήρξε πρόβλεψη κινήτρων για τον εμπλουτισμό του ανθρώπινου δυναμικού τμημάτων R&D καινοτόμων επιχειρήσεων.

Συνολικά, μέχρι το τέλος του 2021 μέσω των προγραμμάτων της ΓΓΕΤ και του ΕΛΙΔΕΚ, αναμένεται να έχουν δημιουργηθεί 10.000 νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Επίσης, για επενδύσεις υψηλού κινδύνου σε καινοτόμες εταιρείες που προέρχονται από το ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον, και στελεχώνονται κυρίως από νέους επιστήμονες, δημιουργήθηκε, μαζί με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και την ΕΤΕπ, ειδικό ταμείο επιχειρηματικών συμμετοχών, με την επωνυμία «EquiFund». Η ύπαρξη του ταμείου αυτού έχει ήδη πυροδοτήσει σημαντική «έκρηξη» στη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων.

Παρά τις επικρίσεις που συχνά ακούγονται για τις επιδόσεις καινοτομίας της Ελλάδας, επικρίσεις που οφείλονται είτε σε ελλιπή πληροφόρηση είτε σε αποσπασματική χρήση στοιχείων για την εσκεμμένη δημιουργία εντυπώσεων, τα πραγματικά στοιχεία είναι αμείλικτα. Η ισχυρή τάση βελτίωσης την περίοδο 2015-2019 αποτυπώνεται στις εικόνες 1-3, οι οποίες αφορούν τις επιδόσεις της χώρας στους ευρωπαϊκούς δείκτες καινοτομίας, διαθεσιμότητας κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) και ποσοστού μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτουν καινοτομία προϊόντων ή/και διαδικασιών.

Χάρη στις παραπάνω επιδόσεις, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η μεταξύ 28 χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης της καινοτομίας κατά την περίοδο 2012-2019. Αν και συνολικά η χώρα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από «μέτριες επιδόσεις καινοτομίας», για πρώτη φορά, το 2018, μία από τις περιφέρειές της, η Κρήτη, είχε επιδόσεις που έφτασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την κατέταξαν μεταξύ των «ισχυρά καινοτόμων περιφερειών» (strong innovators) της Ε.Ε.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ε.Ε., αποδεικνύεται ότι οι τάσεις που διαμορφώθηκαν το διάστημα 2015-2019 έχουν καλύψει μεγάλη απόσταση προς την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με όχημα την οικονομία της γνώσης, έχοντας πρωταγωνιστές τους νέους επιστήμονες και τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Ο δρόμος προς το νέο αναπτυξιακό πρότυπο είναι πλέον ανοικτός.

Αντίθετα, στις πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης δίνεται έμφαση στην επικοινωνία και όχι στην ουσία. Δεν υπάρχει καμιά δέσμευση για συνέχιση και αύξηση της δημόσιας επένδυσης στην έρευνα ενώ, ταυτόχρονα, και η συνέχεια λειτουργίας του ΕΛΙΔΕΚ είναι αμφίβολη.

Προοπτικές για το μέλλον και η Εκθεση Πισσαρίδη

Τα προηγούμενα στοιχεία αποδεικνύουν με τρόπο απτό την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν για την έρευνα και την καινοτομία την περίοδο 2015-2019.

Σε αντιδιαστολή, με αφορμή και τη δημοσιοποίηση της ενδιάμεσης έκθεσης για την ανάπτυξη από τη λεγόμενη επιτροπή Πισσαρίδη, στο μέλλον προβλέπεται μια σοβαρή απόκλιση από τις πολιτικές αυτές και επάνοδος στις προσεγγίσεις που ίσχυαν πριν από το 2015.

Η Εκθεση Πισσαρίδη υπονομεύει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του ΕΛΙΔΕΚ και διέπεται από μια φιλοσοφία συσσώρευσης ανόμοιων ερευνητικών δομών και μικρών επιχειρήσεων, που είναι και ανεφάρμοστη και αποθαρρυντική για τη νεοφυή επιχειρηματικότητα. Επίσης, στην έκθεση είναι διάχυτη η πρόθεση συρρίκνωσης του ρυθμιστικού ρόλου του Δημοσίου ενώ, ταυτόχρονα, προωθείται εν πολλοίς η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Προάγεται με άλλα λόγια ένα είδος κρατικοδίαιτου αντικρατικισμού!

Ουσιαστικά, η έκθεση παραβλέπει προκλητικά την πληθώρα δράσεων και το ύψος της χρηματοδότησης της έρευνας κατά την περίοδο 2015-2019 και επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο μια σειρά αποτυχημένων πολιτικών που οδήγησαν στη φυγή στο εξωτερικό πολλούς νέους επιστήμονες, ιδιαίτερα τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Αλλά το σημαντικότερο, προωθεί την αφελή και επικίνδυνη ταυτόχρονα αντίληψη ότι όλα πρέπει να ρυθμίζονται αυστηρά χρησιμοθηρικά από τις ανάγκες της αγοράς. Αφελής γιατί, όταν εφαρμόστηκε στη χώρα μας, είχε αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που υποτίθεται ότι ήθελε να προαγάγει. Επικίνδυνη γιατί προωθεί την ερευνητική μονοκαλλιέργεια και όποια πρόοδος έγινε στην έρευνα και την καινοτομία τα τελευταία χρόνια κινδυνεύει να αναστραφεί.

Συνοψίζοντας, η χώρα απέκτησε έναν νέο θεσμό, το ΕΛΙΔΕΚ, που μαζί και με άλλες πρωτοβουλίες στήριξης της καινοτόμου επιχειρηματικότητας αναδιαμόρφωσε δομικά το ερευνητικό πεδίο και δημιούργησε ευκαιρίες για την άνθηση της καινοτομίας. Είναι σημαντικό να μη χαθεί αυτό που έχει ήδη επιτευχθεί: η απελευθέρωση του ανθρώπινου δυναμικού και ταλέντου, χωρίς αγκυλώσεις και παρεμβάσεις, με την έρευνα να βρίσκεται στο προσκήνιο για την οικοδόμηση της οικονομίας της γνώσης.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ >