* της Πατρίτσιας Κυπριανίδου στην ΕΦΣΥΝ
Στις μέρες μας, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός μετατοπίζεται συνεχώς πρός την έρευνα και τη τεχνολογική καινοτομία. Οι ισχυρές χώρες δεν είναι τυχαίο που δαπανούν -συνήθως με μακρόχρονο σχεδιασμό- μεγάλα ποσά του ΑΕΠ τους στους τομείς αυτούς.
Ειδικά η πρόοδος στις νέες και αναδυόμενες τεχνολογίες και στις ψηφιακές εφαρμογές, έχουν αλλάξει ήδη την ανθρώπινη δραστηριότητα και τους όρους του «παιχνιδιού»: τεχνητή νοημοσύνη, διαχείριση δεδομένων, υπολογιστική υψηλών επιδόσεων, κβαντική υπολογιστική, ρομποτική, επικοινωνίες 5G, και άλλα πολλά, εφαρμόζονται σήμερα διεθνώς, ενώ οι επιπτώσεις τους δεν έχουν πλήρως μελετηθεί.
Αναζητώνται μάλιστα διεθνώς τα νέα κανονιστικά πλαίσια και τρόποι κοινωνικού ελέγχου αυτών των τεχνολογιών, στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός μοντέλου βιώσιμης περιβαλλοντικά και δίκαιης κοινωνικά ανάπτυξης. Φαίνεται ότι η τεχνολογική πρόοδος είναι αναγκαία, αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη για την απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα.
Θα νόμιζε επομένως κάποιος ότι σήμερα είναι αυταπόδεικτη η ανάγκη οι κοινωνίες να μαθαίνουν συνεχώς, ώστε οι πολίτες να κατανοούν καλύτερα τα φαινόμενα – φυσικά και κοινωνικά. Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση μεγάλων προκλήσεων, όπως οι πανδημίες, η κλιματική κρίση, η σωστή αξιοποίηση κι ο έλεγχος των νέων τεχνολογιών, προϋποθέτουν ενημερωμένους πολίτες και κυρίως, σωστά κι ευρύτερα εκπαιδευμένη νέα γενιά.
Το στοίχημα δεν αφορά φυσικά μόνο τη τεχνική πλευρά της εκπαίδευσης, τις αναγκαίες δεξιότητες. Επιθυμούμε άραγε ως κοινωνία, μια δημόσια εκπαίδευση επαρκή και χωρίς αποκλεισμούς ώστε να καλύψει τις σύγχρονες και γοργά μεταβαλλόμενες ανάγκες του πολύπλοκου κόσμου μας;
Η απάντηση δυστυχώς δεν είναι αυτονόητη. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις στην β’ βάθμια εκπαίδευση και την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, η υποτίμηση της ακαδημαικού χαρακτήρα της έρευνας και η μονοσήμαντη διασύνδεσή της με τις επιχειρήσεις, η υποχρηματοδότηση των ερευνητικών φορέων και η χωρίς όραμα και σχέδιο διαχείριση του «χθές» και των σοβαρών παρεμβάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι μόνο λίγα από όσα σηματοδοτούν την συνεχή υποβάθμιση της εκπαίδευσης και της έρευνας στη χώρα.
Το πιό ορατό όλων είναι ότι η κυβέρνηση θέτει περιορισμούς στην πρόσβαση στα ΑΕΙ. Αντί για μέτρα στήριξης της Παιδείας που επλήγη τόσο μέσα στην πανδημία, επιτίθεται στα μορφωτικά δικαιώματα και επιβάλλει το «όποιος θέλει να σπουδάσει, πληρώνει». Είναι δυστυχώς ορατή πλέον η εχθρική στάση προς τη νέα γενιά, η οποία αντικειμενικά καλείται να βρεί νέες λύσεις στα παλαιά προβλήματα που της κληρονομούμε.
Υπονομεύοντας όμως περαιτέρω το μέλλον της νέας γενιάς, ανοίγονται νέοι κύκλοι μετανάστευσης και φυγής στο εξωτερικό. Και δυστυχώς αυτές οι πολιτικές βάζουν τη σφραγίδα τους στο μέλλον, σημαδεύουν τη θέση της χώρας μας στο διεθνή καταμερισμό, στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Στους αντίποδες αυτών των αντιλήψεων, είναι κατά τη γνώμη μας ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης με έμφαση στην έρευνα και στη καινοτομία, συμπεριληπτικό και χωρίς αποκλεισμούς, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και τη κοινωνική πρόοδο.
Για τον σκοπό αυτό όμως, απαιτείται ένας κοστολογημένος σχεδιασμός σε βάθος χρόνου για την εκπαίδευση, την έρευνα και τη καινοτομία έντασης γνώσης, με επένδυση στο πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και ειδικά στους νέους.
Η δε αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και η ενσωμάτωση της νέας γνώσης και καινοτομίας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, απαιτούν μακρόχρονο σχεδιασμό, πόρους και όραμα. Προϋποθέτουν δηλαδή τη κατάρτιση ενός συνεκτικού σχεδίου για τη χώρα, ενός δηλαδή κεντρικού σχεδιασμού με τους αντίστοιχους πόρους. Και φυσικά όλα αυτά, με διαφάνεια και δημόσια διαβούλευση, ώστε η συντεταγμένη Πολιτεία να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις για την οικονομία, τη κλιματική αλλαγή, τις κοινωνικές ανισότητες, την 4ΒΕ, τη διασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Με το βλέμμα στο μέλλον λοιπόν, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μεγάλης σημασίας και η αξιοποίησή τους ένα ζήτημα που αφορά όλους και ειδικά τον χώρο της έρευνας και καινοτομίας, τομείς του οποίου διαπερνούν οριζοντίως τους στόχους του Ταμείου, όπως τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τη πράσινη μετάβαση, τη παραγωγή στη 4ΒΕ, κλπ.
Τι προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0»
Σύμφωνα με τα όσα έχουν μέχρι στιγμής παρουσιαστεί δημοσίως, προβλέπεται το μυθικό ποσό του 1,04 δις € για κατάρτιση και δεξιότητες (για τη Διά Βίου Μάθηση και το Εθνικό Σύστημα Αναβάθμισης Δεξιοτήτων) και 471 εκατ. € για την «Προώθηση της ποιότητας, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας στα Πανεπιστήμια» (όπου μάλιστα συμπεριλαμβάνονται και «διδακτορικά συνδεδεμένα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας»).
Για την έρευνα και την καινοτομία προορίζονται μόλις 443 εκατ. €, δηλαδή περίπου το 1,43% των πόρων του συνολικού σχεδιασμού, που με τη μόχλευση θα φθάσουν τα 554 εκατ. €. Από δε τα 443 εκατ. για την «ενίσχυση της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας στα πανεπιστήμια κι ερευνητικά Κέντρα της χώρας», προβλέπονται μόλις 140 εκατ. € για τέσσερα χρόνια (δηλαδή 35 εκατ. € ετησίως) – τα οποία μάλιστα προορίζονται για την υλοποίηση αρκετών υψηλού κόστους δράσεων: από ίδρυση νέου Ινστιτούτου για τεχνητή νοημοσύνη μέχρι ανάπτυξη μη επανδρωμένων συστημάτων.
Για τη συνέχιση δε, της Δράσης «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» (ΕΣΠΑ 2014-20) που σχεδίασε και υλοποίησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με 542,5 εκατ. για συνεργατικά έργα μεταξύ επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων – ένα σοβαρό αναπτυξιακό εργαλείο μέσω του οποίου συστάθηκαν 100άδες νεοφυείς εταιρείες έντασης γνώσης, προβλέπονται μόνον 25 εκατ. €.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι ο προϋπολογισμός αυτός είναι παντελώς ανεπαρκής. Οι πόροι που προβλέπονται για την έρευνα είναι χαμηλότεροι κι από τους ήδη χαμηλούς που προέβλεπε το Σχέδιο Πισσαρίδη.
Αλλά και ποιοτικά οι πόροι αυτοί είναι ανεπαρκείς. Οι δράσεις που προβλέπονται είναι εντελώς αποσπασματικές και δεν αντιστοιχούνται ούτε σε σοβαρές παρεμβάσεις για την έρευνα την επόμενη δεκαετία, αλλά ούτε στις δυνατότητες του οικοσυστήματος Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας – δηλαδή δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της χώρας – να συμβάλλουν στο τρίπτυχο «Κλιματική Κρίση – 4η Βιομηχανική Επανάσταση – Κοινωνικές Ανισότητες».
Τούτων δοθέντων και με βάση το ότι δεν μεσολάβησε κάποια διαβούλευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια, είναι μάλλον αναμενόμενο ότι θα χαθεί μια σημαντική ευκαιρία για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου.
Σήμερα, στον τομέα της Ε&Κ και μετά τη μεταφορά της πρώην ΓΓΕΤ στο υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, οι κυβερνώντες έχουν δείξει πλέον στην ερευνητική κοινότητα τις επιλογές τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον σχεδιασμό, τους πόρους και τις δεσμεύσεις της Πολιτείας.
Η παρωχημένη ιστορικά αντίληψη για την εργαλειοποίηση της έρευνας και του δημόσιου ερευνητικού συστήματος αποκλειστικά για τις τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας και η υποτίμηση της ακαδημαϊκής διάστασης της δημόσιας έρευνας, περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες του ερευνητικού συστήματος της χώρας.
Αποκόβει δε σήμερα, σημαντικό επιστημονικό δυναμικό από ευκαιρίες χρηματοδότησης σε κρίσιμους τομείς -είτε αναδυόμενους είτε με συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα- εάν αυτοί δεν είναι άμεσα αποδοτικοί αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Πεδία ερευνητικής δραστηριότητας όπως οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και ειδικά ο πολιτισμός, απαξιώνονται περαιτέρω.
Επίσης, η οριζόντια και χωρίς επιστημονικά κριτήρια καινοτομίας χρηματοδότηση εταιρειών ή ακόμα και επενδυτικών αγγέλων με δημόσιο χρήμα, μάλλον δεν θα βελτιώσει τη χαμηλή ένταση καινοτομίας της οικονομίας στη χώρα, που αποτελεί ένα χρόνιο και δομικό πρόβλημα.
Από την άλλη, η απαξίωση του ΕΛΙΔΕΚ και του ΙΚΥ και η μη πρόσληψη νέων ερευνητών σε μόνιμες θέσεις, φυσικά δεν θα βοηθήσουν στην ανανέωση του ερευνητικού δυναμικού και στη διασφάλιση της αναγκαίας συνέχειας των γενεών.
Και ενώ οι εφαρμογές των νέων τεχνολογιών συνεχώς διευρύνονται, το Κράτος παραμένει ο μεγάλος απών από τη σοβαρή μελέτη και αξιολόγηση των επιπτώσεών τους, για τις αναγκαίες νομοθετικές και κανονιστικές παρεμβάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλίζονται οι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου που διέπουν εξ υπαρχής την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Με το βλέμμα στο μέλλον λοιπόν, η ερευνητική κοινότητα της χώρας και ειδικά οι νέοι επιστήμονες, δικαιούνται ένα καλύτερο παρόν. Η συμβολή τους σε ένα συνεκτικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της χώρας μπορεί να είναι πολύ σημαντική.