Άρθρο του Γιώργου Μαυρογιώργου, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Όπως σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, έτσι και στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε, με τις όποιες διαφοροποιήσεις, τις δραματικές επιπτώσεις από την παγκόσμια διασπορά του θανατηφόρου Covid-19, επιπτώσεις που συμπλέκονται, σε μια δραματικά επιβαρυμένη κοινωνικοπολιτική και οικονομική συγκυρία, την κατάσταση της λεγόμενης «εξαίρεσης».
Η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» υπαγορεύει, αντικειμενικά, ανατροπές «εξαίρεσης» στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων αλλά και στο περιεχόμενο των όποιων προγραμμάτων τόσο της συμπολίτευσης όσο και της αντιπολίτευσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εκλεγμένη κυβέρνηση της ΝΔ, με το πρόγραμμα του 2018, δε μπορεί να επικαλείται τη «λαϊκή ετυμηγορία» (του 22% του εκλεκτορικού σώματος) ώστε, εν μέσω «πανδημίας», το 2020, να καταφεύγει σε κοινοβουλευτικές fast-track διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και να ασκεί νομοθετικό και κυβερνητικό έργο, αξιοποιώντας την «καραντίνα», τις απαγορεύσεις και τον εγκλεισμό ως ευκαιρία μιας συντηρητικής ανατροπής των πάντων (εργασιακά, υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση, δικαστική εξουσία, τράπεζες, κ.α.).
Χαρακτηριστική είναι η πολύπαθη νομοθετική ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου, λες και το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απλή υπόθεση νομοθεσίας. Η προσφιλής κυβερνητική διατύπωση ότι με «νόμο θα καταργήσουμε το άσυλο» αγγίζει την ίδια την υπόσταση του πανεπιστημίου και κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, εκτός και καταργηθεί το πανεπιστήμιο ως ακαδημαϊκός θεσμός και οργανισμός.
Κάποτε είχαν αποπειραθεί να «καταργήσουν την πάλη των τάξεων». Όταν, η νέα νομοθετική ρύθμιση για το άσυλο έδειξε στην πράξη τα σύμφυτα αδιέξοδά της, τέθηκε ως θέμα προτεραιότητας και συνέργειας, πλέον, η λεγόμενη «φύλαξη» των πανεπιστημίων.
Τα πανεπιστήμια είναι το θέμα. Μόνο που δεν είναι η «φύλαξή» τους, με ειδικά εξοπλισμένους φρουρούς, αλλά η διασφάλιση των υλικών και ακαδημαϊκών προϋποθέσεων, δομών και ανθρώπινου δυναμικού, για την έρευνα και τη διδασκαλία, με όρους ακαδημαϊκής ελευθερίας και ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Μη συγχέουμε τη νομοθετική ρύθμιση με την εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή διαδικασία που είναι κατ’ εξοχήν συγκρουσιακή και αντιφατική κοινωνική διαδικασία. Αυτό το ξέρουν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί, γι αυτό και με δική τους επιλογή πολλοί νόμοι ακυρώνονται στην πράξη.
Όπως έχουμε υποστηρίξει κι άλλοτε, οι σχετικοί διάλογοι που γίνονται είναι μια σειρά αρκετά επεξεργασμένων ευφημισμών και δυσφήμισης. Ο συνδυασμένος καταιγισμός δυσφήμισης και ευφημισμών προκαλεί υστερική αντίδραση πανικού και ασκεί ιδιότυπη μορφή ιδεολογικής «βίας» («η γλώσσα… κόκαλα τσακίζει»), ιδίως σε εποχές που υιοθετούνται «πρακτικές σοκ και δέους» που με τη σειρά τους ευνοούν μια ακατάσχετη προτασεολογία για την εκπαίδευση. Η κοινή γνώμη δοκιμάζεται βάναυσα με την αντιφατικότητα ετερόκλητων προτάσεων που είναι ό,τι πρέπει για ιδεολογική σύγχυση.
Υπάρχουν προβλήματα στην οργάνωση και τη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Αν π.χ. σταθούμε στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουν αναδειχθεί ιδιαίτερα ανησυχητικές εκφυλιστικές πρακτικές στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών, της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων, της επιστημονικής κρίσης, της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, κ.α.
Ένα άλλο προβληματικό πεδίο που απασχολεί την πανεπιστημιακή κοινότητα είναι η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και των δωρεών-χρηματικών ενισχύσεων που γίνονται από διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με δεδομένες τις χαμηλές δημόσιες δαπάνες, έχουν αναδειχτεί νέες εξουσιαστικές σχέσεις στο εσωτερικό των πανεπιστημίων. Αυτές εξελίσσονται σε θερμοκήπιο όπου αναπτύσσονται φαινόμενα ακαδημαϊκού αμοραλισμού. Όπως π.χ. στην περίπτωση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που κινδυνεύουν από κοινωνικό αποκλεισμό (Τσιγγανόπαιδες, μετανάστες, παλιννοστούντες, άτομα με ειδικές ανάγκες).
Έτσι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το κοινοτικό χρήμα έχει προωθήσει την ιδεολογία του μάνατζμεντ, τεχνικά δελτία, ενέργειες, δράσεις, παραδοτέα, πακέτα εργασίας, πλάνα εργασίας, βιωσιμότητα, επιλεξιμότητα, κ.α., τα οποία στο σύνολό τους συγκροτούν τον κυρίαρχο νέοφιλελεύθερο λόγο για την εκπαίδευση και την κοινωνία και παράγουν ένα νέο υβρίδιο «πανεπιστημιακού».
Είναι δηλαδή η συνδυασμένη επίθεση των εξουσιαστικών μηχανισμών από τα πάνω, της ελεύθερης αγοράς από τα έξω, και η επίθεση από τα μέσα αυτή που βάζει το Πανεπιστήμιο και την εκπαίδευση, γενικότερα, στην τροχιά των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της αγοράς και των πολιτικών «αστυνόμευσης της κρίσης».
Το ζήτημα προτεραιότητας, ωστόσο, δεν είναι η δυσφήμιση των πανεπιστημίων, αλλά η πολιτική βούληση για την αντιμετώπισή των προβλημάτων. Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό πανεπιστήμιο δέχεται τις ασφυκτικές πιέσεις από τις εγχώριες εκδοχές ευρωπαϊκών νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η όλη διεργασία επηρεάζεται δραματικά, μετά την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς μη βιώσιμου χρέους.
Έχουν θεσμοθετηθεί ήδη δομές και μέτρα περαιτέρω εμπέδωσης νεοφιλελεύθερων πολιτικών της καπιταλιστικής αγοράς. Αναφέρουμε, ενδεικτικά: Επιτροπή Ερευνών, Γραφείο Διαμεσολάβησης, Δομή Απασχόλησης & Σταδιοδρομίας, Γραφείο Πρακτικής Άσκησης, Εταιρεία Αξιοποίησης & Διαχείρισης Περιουσίας, η δημιουργία επώνυμων εδρών και παρέμβαση ισχυρών επιχειρηματικών κύκλων (με λόγο στο περιεχόμενο των προγραμμάτων).
Το μενού συμπληρώνεται με πολιτικές, όπως η έκρηξη των μεταπτυχιακών σπουδών, η εμπορευματοποίησή τους, η καθιέρωση μερικής απασχόλησης μελών ΔΕΠ, η συνεργασία ελληνικών με ιδιωτικά πανεπιστήμια (της Κύπρου), η ανεξέλεγκτη καθιέρωση διδάκτρων κ. α., που επιτείνουν την ήδη υποβαθμισμένη αξία του βασικού τίτλου σπουδών.
Ισχυρό πλήγμα δέχτηκε το Πανεπιστήμιο τόσο με την άναρχη επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και με τις βίαιες συγχωνεύσεις/καταργήσεις ακαδημαϊκών μονάδων, στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων («Αθηνά»).
Τελευταίες εκδοχές αυτών αποτελούν η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος και η «Ανεξάρτητη» ΕΘΑΑΕ (πρώην ΑΔΙΠ) και οι ΜΟΔΙΠ. Στήνεται μηχανισμός «Ποιότητας της Αγοράς» που καταργεί τη διοικητική αυτοτέλεια, την ακαδημαϊκή ελευθερία και τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα των ΑΕΙ. Η μόρφωση δε θα είναι «δημόσιο και δωρεάν αγαθό» αλλά θα εκπέσει στην κατηγορία καταναλωτικής υπηρεσίας για αγορά με εξατομικευμένη ιδιωτική δαπάνη.
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί σε ένα Πανεπιστήμιο, όπου λειτουργούν οι Τομείς, τα Τμήματα, οι Κοσμητείες, η Επιτροπή Ερευνών, η Σύγκλητος και η Πρυτανεία, να εκδηλώνονται εκφυλιστικά για την αυτοτέλεια των ΑΕΙ κρούσματα και να ενισχύεται η επανάληψή τους με αντιφατικές πρακτικές; Πώς είναι δυνατόν να μην εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα!
Πάντως, η ευθύνη για όλα αυτά δεν ανήκει αποκλειστικά στις πρυτανικές αρχές. Ανήκει σε αυτούς που εκτρέπονται συστηματικά και στα πολλά όργανα (με τους αντίστοιχους βαθμούς ευθύνης) που συγκροτούν τη διοικητική ιεραρχία, από τα κάτω προς τα πάνω και αντιστρόφως. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αφορούν στο σύνολο την εκπαιδευτική δραστηριότητα: προπτυχιακά, μεταπτυχιακά και ερευνητικά προγράμματα!
Η υπόθεση δεν είναι θέμα μόνο των διοικούντων αλλά και των διοικούμενων σε ένα Πανεπιστήμιο, όπου η εξουσία ασκείται από πολλά όργανα, με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών, φοιτητών και διοικητικών. Σίγουρα είναι υπόθεση και του πανεπιστημιακού κινήματος.
Η διασφάλιση ποιότητας στο πανεπιστήμιο προκύπτει από πολιτικές παραπέρα εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της συλλογικότητας, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αξιοποίησης των υπαρκτών -και μη αξιοποιημένων δυνατοτήτων- που διαθέτει εγγενώς το πανεπιστήμιο.
Οι εξωτερικοί φορείς αξιολόγησης και οι περιφερόμενοι ιπτάμενοι επισκέπτες/εξωτερικοί εμπειρογνώμονες δε γνωρίζουν την ιστορία, τις αδυναμίες ή τις δυνατότητες, τα μεγάλα και μικρά «μυστικά» και τις προοπτικές ενός πανεπιστημίου, όσο τα γνωρίζουν οι ενεργοί διδάσκοντες, διδασκόμενοι και διοικητικοί του.
Η «εσωτερική πολιτική ιδρύματος για την ποιότητα» εμπίπτει απολύτως στις αρμοδιότητες των αλλεπάλληλων συλλογικών οργάνων που συγκροτούν ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, αρκεί να ενεργοποιηθούν «αδρανείς ιδέες και αρχές» συλλογικής ευθύνης, ακαδημαϊκής δεοντολογίας και δημοκρατίας.
Θεωρούμε πως η υπόθεση του Πανεπιστημίου σώζεται ακόμη από όσους και όσες δεν έχουν χάσει την ιδιότητα του πανεπιστημιακού ερευνητή και δασκάλου. Ευτυχώς, που υπάρχουν αρκετοί και κρατούν ανοιχτό το όραμα για ένα άλλο Πανεπιστήμιο, χωρίς πανεπιστημιακούς «εργολάβους». Αν δεχτούμε την ανάλυση που έχει προηγηθεί, δεν είναι υπόθεση προτεραιότητας να ψάχνουμε φρουρούς και φύλακες στις πανεπιστημιουπόλεις.
Οι κυβερνήσεις που υιοθετούν το άκρως συντηρητικό πρόταγμα του «Νόμου και της τάξης» και του «απαγορευτικού», συγχέουν την εξουσία που έχουν να νομοθετούν με τη δυναμική της πανεπιστημιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας που είναι κατ’ εξοχήν συγκρουσιακή και αντιφατική κοινωνική διαδικασία. Είναι η μόνη συνθήκη που μπορεί να μας δώσει, κάτω από προϋποθέσεις, πρακτικές και εμπειρίες εμβάθυνσης στην εσωτερική λειτουργία του πανεπιστημίου.
Θεωρούμε ότι τα τελευταία χρόνια, παρά τα κοινοτικά κονδύλια που διατέθηκαν, απουσιάζουν πολιτικές ουσιαστικής εμβάθυνσης στην υπόθεση του δημόσιου Πανεπιστήμιου. Οι πολιτικές «φύλαξης» των πανεπιστημίων από ειδικό σώμα φρουρών συνιστά έναν ακόμη κρίκο στη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη αλυσίδα πολιτικών «αστυνόμευσης της κρίσης» στα πανεπιστήμια και έξω από αυτά.
Πολύ περισσότερο, όταν αυτές «μαγειρεύονται» στην καρδιά μιας «πανδημίας», που αξιοποιείται ως η «μεγάλη ευκαιρία» για τη δραστική αλλοίωση των θεμελιωδών αρχών της διοικητικής αυτοτέλειας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.