Η παλινόρθωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης
Όλα όσα αναφέραμε στην αρχή, αναφορικά με τα «πεπραγμένα» του πρώτου εξαμήνου, μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι η ελληνική εκπαίδευση, με τους δασκάλους, τους μαθητές/τριες και φοιτητές/τριες μπαίνουν, μια ακόμη φορά, σε καθεστώς πολιορκίας για δραστικό συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο επαναπροσδιορισμό της με όρους καπιταλιστικής αγοράς.
Θα γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω. Είχε γίνει συντονισμένη προσπάθεια προκειμένου να επιβληθεί και να εφαρμοστεί σχέδιο ολοκληρωτικής αξιολόγησης στη διετία 2012-2014, μόνο που αυτή ανακόπηκε από την ανάδειξη στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, όπως σημειώσαμε ήδη δεν τόλμησε να κατεδαφίσει το θεσμικό πλαίσιο των δύο «εθνικών οίκων αξιολόγησης» (ΑΔΙΠ/ΑΙΠΠΔΕ). Δεν έχανε, ωστόσο, την ευκαιρία να αναδεικνύει την επιστημονική ανεπάρκεια των αξιολογικών εκθέσεων της ΑΔΙΠ και να υποβαθμίζει το κύρος της και την εγκυρότητά της.
Απ την άλλη, διατηρούσε, με εθνική δαπάνη, την ΑΙΠΠΔΕ ανενεργή, σε κατάσταση παροπλισμένης ανεξάρτητης αρχής. Σε συνδυασμό με αυτά, ανέστειλε το σχετικό ΠΔ 152/2013 και τις προβλεπόμενες διαδικασίες αξιολόγησης που είχαν ήδη δρομολογηθεί. Αργότερα αναζητούσε, βέβαια, μανούβρες για να ανταποκριθεί στις «συμβουλές» του ΟΟΣΑ και των μη θεσμοθετημένων ευρωπαϊκών «θεσμών» (της «τρόικας») για την περίφημη εξοικείωση των συντελεστών της εκπαίδευσης με την «κουλτούρα αξιολόγησης».
Η διάδοχη κυβέρνηση της ΝΔ επαναφέρει στο προσκήνιο την επιχείρηση που είχε στηθεί πριν από το 2015 για την θεσμοθέτηση, την επιβολή και την εμπέδωση αυτού που είχαμε ονομάσει τότε «ολοκληρωτική αξιολόγηση» με στόχο την ολοσχερή διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Μια ενδιαφέρουσα και σημαντική άσκηση προετοιμασίας για τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας για την προάσπιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης και την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης σε αυτή, είναι να μελετάμε και να αναλύουμε εξαντλητικά, και όχι με ανάθεση στους ειδικούς, τα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής που δίνονται στη δημοσιότητα έτσι ώστε να είμαστε καλά ενημερωμένοι. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε κάτι εάν δεν έχουμε εμβαθύνει σε αυτό.
Ο νέος «άρχων» του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) περιέγραψε σε αδρές γραμμές το σχετικό σχέδιο και ήταν κατηγορηματικός ως προς την παλινόρθωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (17-Νοε-2019), υποστήριξε αποκαλυπτικά:
«Η αξιολόγηση είναι το οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων, το εργαλείο για την ανάπτυξη της δυναμικής τους και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής. Η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια έμεινε έξω από αυτόν το γενικό κανόνα που αποτελεί δομικό στοιχείο των εκπαιδευτικών συστημάτων του πολιτισμένου κόσμου».
Αν θέλαμε να σχολιάσουμε τις σχετικές απόψεις θα υποστηρίζαμε ότι η αξιολόγηση δε μπορεί να είναι «το οξυγόνο των εκπαιδευτικών συστημάτων», όταν η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης με τον πολύχρονο «επιθεωρητισμό» έχει καταγράψει σελίδες «μαύρης εποπτείας», αστυνόμευσης, πειθαναγκασμού και συμμόρφωσης των εκπαιδευτικών στα κελεύσματα της εκάστοτε εκπαιδευτικής ιεραρχίας.
Κι αυτό δεν ήταν ευθύνη κάποιων «συντηρητικών επιθεωρητών» όσο το ότι δεν υπάρχει πολιτική επινόηση αξιολόγησης που να μην είναι δομικά παγιδευμένη με τις εν γένει κοινωνικές λειτουργίες της εκπαίδευσης σε μια συγκεκριμένη κοινωνία σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο.
Μια και ο «άρχων» του ΙΕΠ μιλάει με όρους μεταφοράς για «οξυγόνο», ισχυριζόμαστε ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι μηχανισμός που προκαλεί στην ελληνική εκπαίδευση «αποφρακτική πνευμονοπάθεια» που αναστέλλει, περιορίζει και συρρικνώνει τα όποια περιθώρια «σχετικής αυτονομίας» των σχολείων, και των εκπαιδευτικών και των μαθητών/τιών σ’ αυτά.
Έτσι, δεν μπορούν να διαμορφώνουν ρωγμές «δημιουργικής αντίστασης» στις πολιτικές του σχολείου της αγοράς ούτε να στήνουν αναχώματα συλλογικής διεκδίκησης «δωρεάν εκπαίδευσης», σε ένα ενιαίο ανοιχτό δημοκρατικό δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γενικής παιδείας για όλους. Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που επαναφέρεται, είναι μια αποτελεσματική νεοφιλελεύθερη πολιτική συνταγή που προσφέρεται για πολλαπλές χρήσεις πειθάρχησης και υποταγής των εκπαιδευτικών στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα μετατροπής του κοινωνικού αγαθού της παιδείας σε εκπαιδευτική υπηρεσία της «ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς».
Αν δεχτούμε την άποψη ότι η αξιολόγηση συνιστά και άσκηση των εκπαιδευτικών στην πειθαρχία, τον έλεγχο, την υπακοή, τη συμμόρφωση και την πιστή εκτέλεση των εντολών της εκάστοτε διοικητικής ιεραρχίας, ο κατηγορηματικός ισχυρισμός ότι η προτεινόμενη αξιολόγηση δεν είναι τιμωρητική εκπίπτει ως μη θεμελιωμένος ισχυρισμός. Άλλωστε, πως δεν είναι τιμωρητική μια πολιτική αξιολόγησης προκρούστη που εξατομικεύει, κανονικοποιεί την εκτροπή και που μετατρέπει τον εκπαιδευτικό σε ντοκουμέντο διοικητικής χρήσης;
Όπως γίνεται κατανοητό, από τα παραπάνω, η ρητορική και οι κυρίαρχοι ισχυρισμοί και απόψεις που διατυπώνονται στα κείμενα της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ, αναφορικά με την αναγκαιότητα και τις λειτουργίες της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, αποσιωπούν τον δομικό εναγκαλισμό αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, επιτήρησης και πειθαρχίας.
Το πολύ-πολύ στην περίπτωση που υπήρξαν ενδείξεις σύνδεσης της αξιολόγησης με την πειθαρχία, τότε αυτό αποδίδεται στην κακή χρήση και διαστρέβλωση. Θεωρούμε ότι αυτού του είδους οι αναλύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις κοινωνικές λειτουργίες που επιτελεί η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού στην ίδια την εκπαίδευση. Να μη ξεχνάμε ότι κυριαρχούν και προωθούνται νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές, με την ενορχηστρωμένη συνδρομή και την αδιάκριτη παρέμβαση των υπερεθνικών οργανισμών της ΕΕ, του ΟΟΣΑ/PISA, του ΔΝΤ, του ΠΟΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Η όποια αξιολόγηση, οι όποιοι αξιολογητές, με τα όποια «βελτιωμένα αξιολογικά εργαλεία», μπορούν να υποσχεθούν μόνο εκείνη τη συγκεκριμένη αντίληψη «αξιοκρατίας» και «αντικειμενικότητας» που υπαγορεύεται από το είδος «προσαρμογής» και «ανάπτυξης», συμβατής με τη στόχευση του σχολείου της «καπιταλιστικής αγοράς». Ένα σχολείο δηλαδή που να τελεί σε καθεστώς έντασης του ταξικού του χαρακτήρα.
Στη διαμόρφωση, στην προβολή και στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής κυριαρχούν πολλοί ευφημισμοί και απαιτείται σχετική εγρήγορση για να τους εντοπίζουμε. Π.χ. οι λεγόμενες «ανεξάρτητες» αρχές (ΑΔΙΠ, ΑΔΙΠΠΔΕ) είναι ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες επινοήσεις και τελούν υπό την εποπτεία των εκάστοτε κυβερνήσεων. Είναι αρχές που εκφράζουν νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, κριτήρια και πρακτικές. Δηλαδή, η ανεξαρτησία, η ουδετερότητα, η αντικειμενικότητα, η αξιοπιστία, η αριστεία δεν είναι κοινωνικά και ιδεολογικά ουδέτερες αρχές για να τις προσπερνούμε εύκολα χωρίς την απαραίτητη κοινωνικοπολιτική πλαισίωσή τους.
Το ίδιο ισχύει και για την πολυδιαφημισμένη δημιουργική και θετική σύνδεση της αξιολόγησης με την επιμόρφωση. Η αξιολόγηση «κλέβει» σε υπόληψη από την άποψη ότι προβάλλεται ως μηχανισμός ανίχνευσης των επιμορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών. Ύστερα, η επιμόρφωση ως ακολούθημά της πρώτης, αντικειμενικά αποκτάει το χαρακτήρα της «επιδιόρθωσης» και της συμμόρφωσης, με προδιαγραφές μιας ορισμένης «κανονικότητας».
Όλα αυτά τα χρόνια, τα δυο θέματα προβάλλονταν ως δίδυμη σχέση ή ως σχέση διδύμων. Ωστόσο, ενώ η επιμόρφωση είναι ένα χρόνιο πάγιο αίτημα των εκπαιδευτικών που τελεί σε κατάσταση εκκρεμότητας διαρκείας και δεν ικανοποιείται, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έχει αποτελέσει πεδίο συγκρούσεων και αντιθέσεων διαρκείας. Η αξιολόγηση, βέβαια, με το μακρύ της χέρι, διεκδικεί να έχει λόγο και στην επιμόρφωση, την ίδια στιγμή που η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αποτελεί θεματικό πεδίο συναφών επιμορφωτικών προγραμμάτων.
Πάντως, είτε ως δίδυμη θεσμική οντότητα είτε ως ανεξάρτητες εκπαιδευτικές πρακτικές ή μηχανισμοί, η αξιολόγηση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προσφέρονται ως πολιτικές που συμβάλλουν καθοριστικά ώστε οι εκπαιδευτικοί να γίνονται αποτελεσματικοί διαμεσολαβητές στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης.
Αν πάρουμε στα σοβαρά τη δήλωση του νέου προέδρου του ΙΕΠ ότι η όλη υπόθεση θα αρχίσει από εκεί που είχε σταματήσει, τότε, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική αξιολόγησης που προωθηθεί συνιστά ολοκληρωτική επίθεση στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Όπως είχαμε υποστηρίξει και κατά την προηγούμενη απόπειρα καθιέρωσης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα επιχειρηθεί μια διαδικασία πολυεπίπεδης, συνεχούς και αδιάλειπτης ιεραρχικής πανοπτικής και γραφειοκρατικής επιτήρησης για αποτελεσματικότερη άσκηση αυταρχικού και ολοκληρωτικού ελέγχου σε όλο το εύρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Θα δοθεί προτεραιότητα στο μάνατζμεντ σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα επιχειρηθεί ένα είδος ολοκληρωτικής επιτήρησης σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, κατά μήκος της ιεραρχικής κλίμακας, με τρόπο που να «κανονικοποιεί» την εκτροπή ή τη διαφορά και να εξαναγκάζει σε συμμόρφωση. Η αξιολόγηση είναι, έτσι κι αλλιώς, περιστασιακή, περιπτωσιακή και μηχανιστική. Καταργεί την «ιστορία» της τάξης και της σχολικής μονάδας και υποβιβάζει το εκπαιδευτικό έργο και την παιδαγωγική-διδακτική ή και διοικητική ικανότητα σε μετρήσιμο τεχνικό μέγεθος.
Το πιο κυνικό στοιχείο της όλης αναμόχλευσης του ζητήματος της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ότι εν μέσω μιας ανείπωτης κρίσης, προβάλλεται ως επείγουσα προτεραιότητα και ως ασυγχώρητη εκκρεμότητα και ότι η όλη πλατφόρμα των μεθοδολογικών και τεχνικών της στοιχείων και εργαλείων αναπτύσσεται ως εάν η αξιολόγηση είναι αλεξίσφαιρη και ανεπηρέαστη από την κρίση.
* ο Γιώργος Μαυρογιώργος είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων