Η παρακάτω πρόσκληση της υπουργού Παιδείας προς τη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ για «συνάντηση» (sic) «για θέματα εκπαίδευσης… και άλλα θέματα επικαιρότητας», είναι μια ακόμη αρνητική έκπληξη εμπαιγμού των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και των συνδικαλιστικών οργάνων των εκπαιδευτικών και της «κοινής γνώμης», αν λάβουμε υπόψη τη χρονική στιγμή που αυτή εκδηλώνεται («κατόπιν εορτής») και το περιεχόμενό της.
Πρόκειται, ακριβώς, για δυο διαδοχικές ξεχωριστές και όχι κοινές «συναντήσεις» με τη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ («κατακερματισμένοι» οι προσκεκλημένοι) για τα ίδια θέματα («κατακερματισμένα» κι αυτά)! Προτάσσεται προσχηματικά η «λειτουργία των σχολείων εν μέσω πανδημίας» κι ακολουθούν όλα τα άλλα που δεν έχουν καμιά απολύτως προτεραιότητα για συζήτηση.
Το μοναδικό ζήτημα που έχει προτεραιότητα είναι η εκπαιδευτική πολιτική του Υπουργείου Παιδείας «εν μέσω πανδημίας» και στο πλαίσιο αυτής η «λειτουργία των σχολείων» για να « Διδάσκουμε και να Μαθαίνουμε Ασφαλείς». Είναι θλιβερό: η κυβέρνηση και το Υπουργείο προτάσσουν ως δόλωμα και εργαλείο της «συνάντησης» τα «σχολεία σε καιρό πανδημίας» για να διερευνήσουν προθέσεις για «την αξιολόγηση σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικού έργου». Ένα θέμα που αντικειμενικά αναστατώνει τους εκπαιδευτικούς και, επομένως, τους αποπροσανατολίζει από τη βασική τους έγνοια που είναι να ανταποκρίνονται στις έκτακτες και επείγουσες προτεραιότητες που προκύπτουν στη λειτουργία των σχολείων εν μέσω πανδημίας.
Με λίγα λόγια, το θέμα που προτάσσεται στην «ατζέντα της συνάντησης» ακυρώνεται από το «καυτό» ζήτημα που έχει να κάνει με την παραπέρα αποδόμηση του δημόσιου σχολείου. Ιδού και η πρόσκληση:
Σας προσκαλούμε σε συνάντηση με την Υπουργό, την Υφυπουργό και τη Γενική Γραμματέα για θέματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που περιλαμβάνουν τη λειτουργία των σχολείων εν μέσω πανδημίας, την αξιολόγηση σχολικής μονάδας και εκπαιδευτικού έργου, τα εργαστήρια δεξιοτήτων, την ενισχυτική διδασκαλία για τα ειδικά μαθήματα, την πρόσληψη επιπλέον ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών και άλλα θέματα επικαιρότητας, τη Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021 και ώρα 1 μ.μ. στο Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων.
Προσβλέπουμε σε μία γόνιμη συζήτηση μαζί σας.»
Μετά από αυτές τις εισαγωγικές επισημάνσεις, παραθέτω ένα κείμενο του 2007 που έχει την επικαιρότητά του, μια και αναφέρεται στις «διαπραγματεύσεις» στις οποίες καλούνται, κατά καιρούς, οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών με το Υπουργείο Παιδείας.
«Το αίτημα του Διαλόγου για την Παιδεία και το Εκπαιδευτικό Κίνημα»
Γιώργος Μαυρογιώργος
Παιδεία και Κοινωνία, τ. 21, Κυριακάτικη Αυγή, 25-Φεβ-2007
Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις και η συζήτηση για την εκπαίδευση για μια ακόμη φορά έφτασαν σε υψηλούς δείκτες κορύφωσης. Η σχετική συζήτηση είχε δυο θέματα: το αίτημα για διάλογο από τη μια και το ίδιο το εκπαιδευτικό ζήτημα από την άλλη. Στο κείμενο αυτό θα μας απασχολήσει η συζήτηση για το διάλογο και τις πρακτικές του, μια και αυτό έχει γίνει μέρος του προβλήματος.
Ακούσαμε, επανειλημμένως, την υπουργό Παιδείας να ευαγγελίζεται το διάλογο και να καλεί την εκπαιδευτική κοινότητα και τα κόμματα σε διάλογο. Πρόκειται για μια κυρίαρχη αντίληψη σύμφωνα με την οποία, η διαμόρφωση και η άσκηση της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι κυρίως υπόθεση διαλόγου.
Όταν με την ενορχήστρωση του ΥΠΕΠΘ, δραστηριοποιούνται οι κρατικοί μηχανισμοί (κατασταλτικοί και ιδεολογικοί), οι πολιτισμικοί και οι συνδικαλιστικοί μηχανισμοί, τα πολιτικά κόμματα και οι μηχανισμοί πληροφόρησης, στη διαδικασία ενός «διαρκούς εθνικού διαλόγου», τότε αντικειμενικά ελαχιστοποιούνται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες μη συμμετοχής. Ακόμα, και η επιλογή της μη συμμετοχής, της αποχής ή της κριτικής μάλλον αποκτάει ως προς τις επιπτώσεις τα προσδιοριστικά στοιχεία της συμμετοχής.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, έχει προτεραιότητα να ανιχνεύουμε τις προεκτάσεις που παρουσιάζει η συγκεκριμένη μορφή συμμετοχής που υιοθετείται κάθε φορά σε συγκεκριμένη συγκυρία, στη δίνη ενός διαλόγου «εξουσιαστικής» έμπνευσης, σύνθεσης, ενορχήστρωσης και εκτέλεσης. Ο Αλτουσέρ αναφερόταν σε συγχορδία, ρυθμό, παρτιτούρα, συναυλία και μουσική, όταν ήθελε να μας εξηγήσει τις λειτουργίες των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης έχει να επιδείξει πολλά «επεισόδια» διαλόγων. Το τελευταίο κύμα διαλόγων φαίνεται ότι άρχισε να εκδηλώνεται είκοσι περίπου χρόνια πριν, όταν το 1986, ο τότε υπουργός Παιδείας Α. Τρίτσης ανακοίνωνε την πρόθεσή του για ένα «διαρκή εθνικό διάλογο για την παιδεία». Έχουμε συμπληρώσει περίπου είκοσι χρόνια «διαλόγου». Δεν έχουμε τη δυνατότητα εδώ να κάνουμε εξαντλητική ανάλυση του πλούσιου υλικού που υπάρχει. Μπορούμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε ότι:
Αν ισχύουν τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο διάλογος ως αίτημα προσφέρεται για πολιτική και ιδεολογική διαχείριση, από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας, μια και προσφέρεται ώστε, στο πλαίσιο μιας ηγεμονικής συναίνεσης, να προωθεί ένα στερεότυπο «κοινωνικής σύγκρουσης»: το διάλογο για το λογικό διακανονισμό και συμβιβασμό. Με αυτές τις προϋποθέσεις, τελικά, το κοινωνικό αίτημα του διαλόγου είναι εκτεθειμένο πολλαπλώς μια και γίνεται μέροςτου προβλήματος.
Ο διάλογος, χωρίς την κοινωνική βάση των κινητοποιήσεων, προσφέρει στην πολιτική εξουσία τους απαραίτητους όρους και προϋποθέσεις για μια πολιτικο-ιδεολογική διαχείριση των αντιθέσεων: τον προσεταιρισμό, την ενσωμάτωση, τη συναίνεση, την κοινή αποδοχή και τη νομιμοποίηση της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Από αυτή την άποψη, ο διάλογος ως αίτημα από την πλευρά του εκπαιδευτικού κινήματος δε μπορεί να συνδέεται με την αναζήτηση της συναίνεσης.
Ο διάλογος διεκδικείται ως διαδικασία που αναγνωρίζει και αναδεικνύει τη σύγκρουση ως δομικό στοιχείο μιας διαρκούς κοινωνικής πάλης για εκπαιδευτική και κοινωνική αλλαγή. Ο διάλογος από μόνος δε μπορεί να δίνει λύσεις στα εκπαιδευτικά προβλήματα της κοινωνικής διάκρισης, του αποκλεισμού, του εκδημοκρατισμού της μορφής και του περιεχομένου της εκπαίδευσης.
Ο διάλογος για την εκπαίδευση αποκτάει κάποιες προϋποθέσεις για την προώθηση της εκπαιδευτικής αλλαγής όταν και εφ όσον συνδέεται ή και αναπτύσσεται ή υποστηρίζεται με πολύπλευρες μορφές διαρκούς κοινωνικής πάλης και αγωνιστικών κινητοποιήσεων από τη μεριά του εκπαιδευτικού κινήματος. Το εκπαιδευτικό κίνημα αναδεικνύει τις προτεραιότητες της εκπαίδευσης και όχι οι διαδικασίες του διαλόγου. Σε τελευταία ανάλυση, το εκπαιδευτικό κίνημα είναι το πεδίο του διαλόγου. Εάν αυτό δεν υπάρχει, απουσιάζει η κοινωνική βάση του διαλόγου. Επομένως…