* των Κώστα Φωτάκη και Αλέξανδρου Σελίμη στην ΕΦΣΥΝ
Ο ρόλος της Έρευνας και της Καινοτομίας, η οποία απορρέει από αυτήν, στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα. Χαρακτηριστικά, ο αριθμός των σχετικών εκδηλώσεων, συνεδρίων και βραβεύσεων καινοτόμων εταιρειών βαίνει συνεχώς αυξανόμενος. Όμως, όσον αφορά τον τρόπο αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της Έρευνας και το συνακόλουθο είδος ανάπτυξης που επιδιώκεται, το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό και παραμένει πάντα ανοικτό.
Οι ποικίλες διεθνείς προσεγγίσεις στο θέμα αυτό προκύπτουν, σε γενικές γραμμές, από τις απαντήσεις στα εξής δύο ερωτήματα:
1. Πρέπει η ερευνητική δραστηριότητα να σηματοδοτείται αποκλειστικά και άμεσα από τη συνεισφορά της στην οικονομική ανάπτυξη και μόνο η «χρήσιμη» έρευνα να είναι αυτή η οποία κατά προτεραιότητα να χρηματοδοτείται;
2. Με ποιον τρόπο και υπό ποιους όρους μπορούν, πράγματι, η Έρευνα και η Καινοτομία να συμβάλουν καθοριστικά στον μετασχηματισμό της οικονομίας προσφέροντας ρηξικέλευθες προοπτικές για μια δίκαιη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη;
Η κυβερνητική πρακτική απαντά απερίφραστα θετικά στο πρώτο ερώτημα. Για την κυβέρνηση, η ερευνητική δραστηριότητα και η παραγωγή Γνώσης αποτελούν κατά κύριο λόγο εργαλεία οικονομικής μεγέθυνσης, παραβλέποντας τη σημασία και την αυταξία της παραγόμενης Γνώσης για τη χειραφέτηση της κοινωνίας η οποία έτσι μπορεί να διευρύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες και τη θωρακίζει απέναντι στις πολλαπλές προκλήσεις και κρίσεις που αναδύονται. Η ίδια αντίληψη επικρατούσε στη χώρα και πριν το 2015 έχοντας αποφέρει πενιχρά αποτελέσματα, ακόμη και με βάση τους δείκτες που καθορίζουν τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η αντίληψη αυτή συνδέεται και με την ιδέα του λεγόμενου «επιχειρηματικού» Πανεπιστημίου, της χρησιμοθηρικής δηλαδή διάστασης της έρευνας, η οποία είχε ξεκινήσει στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, απαξιώθηκε στη συνέχεια, αλλά σήμερα, με διαφορά φάσης, προωθείται έντονα από την κυβέρνηση. Αλήθεια, ποια είναι αυτά τα διεθνώς καταξιωμένα Πανεπιστήμια τα οποία έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν τη συγκεκριμένη πρακτική και καθορίζουν τη χρηματοδότηση της Έρευνας από τις εκάστοτε πρόσκαιρες ανάγκες της αγοράς;
Αντίθετα, η γενναία δημόσια χρηματοδότηση της ελεύθερης, χωρίς περιορισμούς Έρευνας -η οποία εκκινεί από την επιστημονική περιέργεια- στα Πανεπιστήμια αυτά, είναι το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση κρίσεων που αναδύονται, όπως η σημερινή πανδημία, και για τον μετασχηματισμό της οικονομίας με την ανάπτυξη ρηξικέλευθων τεχνολογιών, καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Επιπλέον, ποιες ανεπτυγμένες χώρες εγκλωβίζουν το ερευνητικό τους δυναμικό αποκλειστικά σε τομείς που ικανοποιούν εφήμερες ανάγκες της αγοράς; Ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, ένας τέτοιος εγκλωβισμός είναι ατελέσφορος καθώς σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως η σημερινή, οι ανάγκες των αγορών καθορίζονται στον διεθνή χώρο και χαρακτηρίζονται από μεγάλη ρευστότητα. Ακολουθώντας μια τέτοια πολιτική, η Ελλάδα περιορίζεται σε ρόλο παθητικού ακολούθου πάρα συνδιαμορφωτή των εξελίξεων.
Στον αντίποδα βρίσκεται η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Πρόκειται για την προσέγγιση η οποία προκρίνει την αξιοποίηση της Γνώσης και της Καινοτομίας για τη βιώσιμη και δίκαιη οικονομική ανάπτυξη με πρωτεύον πρόταγμα τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτό γίνεται με τη δημόσια χρηματοδότηση της Έρευνας η οποία εκκινεί από την επιστημονική περιέργεια, που ωθεί επίσης και εκείνη η οποία ικανοποιεί ανάγκες της αγοράς με την αξιοποίηση επιστημονικών γνώσεων για εμπορική χρήση. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη προσέγγιση ενισχύει και τη βασική Έρευνα η οποία απαντά σε μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις και ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες.
Το τρίπτυχο αυτό υπηρέτησε η ερευνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 με τη στήριξη της βασικής Έρευνας και των νέων ερευνητών μέσω του ΕΛΙΔΕΚ, την ενθάρρυνση της νεοφυούς επιχειρηματικότητας μέσω προγραμμάτων όπως το «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ» και η ίδρυση του Equifund και τη θεσμοθέτηση και υλοποίηση εμβληματικών ερευνητικών δράσεων με σαφές κοινωνικό αποτύπωμα, όπως τα Εθνικά Δίκτυα Ιατρικής Ακριβείας για τον καρκίνο, τα καρδιαγγειακά προβλήματα και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις. Αλλά και άλλων εμβληματικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και για την αναβάθμιση της αγροτικής παραγωγής και της ποιότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, όπως «Οι δρόμοι της Ελιάς». Πρόκειται για δράσεις και πρωτοβουλίες τις οποίες σήμερα ανερυθρίαστα οικειοποιείται επικοινωνιακά η κυβέρνηση παρουσιάζοντας τις σαν δικό της έργο, χωρίς μάλιστα να διασφαλίζει τη συνέχισή τους! Πραγματικά, οξύμωρο σχήμα!
Ήταν η πολιτική η οποία άρχισε να λειτουργεί ως καταλύτης για την άνθιση της χειμαζόμενης μέχρι τότε Έρευνας στα ελληνικά Ερευνητικά Κέντρα και Πανεπιστήμια και για την προαγωγή της υγιούς καινοτόμου επιχειρηματικότητας. Ήταν η πολιτική η οποία απέφερε τα πρώτα απτά δείγματα για την ανάσχεση της φυγής εξειδικευμένων επιστημόνων στο εξωτερικό και βελτίωσε σαφώς τις επιδόσεις της χώρας στους ευρωπαϊκούς και διεθνείς δείκτες Έρευνας και Καινοτομίας.
Αντίθετα, οι σημερινές κυβερνητικές επιλογές αναβιώνουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στην Παιδεία, διακηρύσσοντας ψευδεπίγραφα ίσες ευκαιρίες για όλους ενώ ταυτόχρονα διαιωνίζουν διαφορετική αφετηρία για τον καθένα. Αντίστοιχα, καθιστούν την Έρευνα αποκλειστικά «υπηρέτη» μιας στρεβλής επιχειρηματικότητας. Αυτό που έχουν να επιδείξουν είναι μια διαχειριστική αντίληψη για την Έρευνα, χωρίς έμπνευση και με περιορισμένη εμβέλεια. Χαρακτηριστικά μεγάλη έμφαση δίνεται σε νέες κτιριολογικές υποδομές ή τη δημιουργία μητρώων επιχειρήσεων, αγνοώντας ουσιαστικές ανάγκες οι οποίες βρίσκονται στον πυρήνα αυτής καθαυτής της ερευνητικής δραστηριότητας, όπως η αναβάθμιση και ενίσχυση των ερευνητικών υποδομών στα Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα της χώρας.
Σήμερα είναι περισσότερο παρά ποτέ επιτακτική η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί η ερευνητική πολιτική με όρους που θα υπερβαίνουν στενά οικονομίστικες θεωρήσεις και επικοινωνιακές διακηρύξεις. Η βασική Έρευνα πρέπει να στηριχθεί έμπρακτα και όχι μόνο στα λόγια: τα δύο τελευταία χρόνια παρακολουθούμε τον οικονομικό μαρασμό και αργό θάνατο του ΕΛΙΔΕΚ, του ιδρύματος το οποίο, μεταξύ άλλων, συνεισέφερε πρακτικά και ουσιαστικά στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στον χώρο της Έρευνας παρέχοντας ευκαιρίες και στηρίζοντας αριθμό-ρεκόρ νέων ερευνητών. Νέων ανθρώπων που παρέμειναν στην Έρευνα χωρίς να εξαναγκαστούν να την εγκαταλείψουν επειδή ήταν οικονομικά ασθενέστεροι.
Ο δρόμος είχε ανοιχτεί. Πολλά είχαν δρομολογηθεί κι ακόμη περισσότερα σχεδιαστεί. Μελλοντικό μέλημα, μετά τη στήριξη των νέων ερευνητών, πρέπει να είναι η δημιουργία προοπτικών εξέλιξης και απορρόφησής τους τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, εμπλουτίζοντας τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα και ενισχύοντας την απασχόληση και την ένταση γνώσης σε καινοτόμες επιχειρήσεις με ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης. Η άρση της εργασιακής επισφάλειας και οι αξιοπρεπείς απολαβές πρέπει να είναι καίρια στοιχεία αυτού του σχεδιασμού, μαζί με τη δημιουργία ελκυστικού ερευνητικού περιβάλλοντος το οποίο θα λειτουργεί ως πόλος έλξης νέων ερευνητών και καταξιωμένων επιστημόνων. Τέλος, η ενδυνάμωση, η παγίωση και η επέκταση Εμβληματικών Πρωτοβουλιών με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα πρέπει να αποτελέσει πάγιο θεσμό και εργαλείο για τη βέλτιστη αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού που υπάρχει στη χώρα και τη διασπορά.
Όλα αυτά προϋποθέτουν πολιτική βούληση για τη συνειδητή και έμπρακτη ενσωμάτωση της Γνώσης, η οποία προκύπτει από την επιστημονική Έρευνα, ως μια νέα διάσταση στην αναπτυξιακή πολιτική της χώρας. Μια διάσταση η οποία είχε αρχίσει να οικοδομείται την περίοδο 2015-2019 και ωθεί στην υπέρβαση της σημερινής ζοφερής κατάστασης αποτελώντας διέξοδο φυγής της οικονομίας και της κοινωνίας προς τα εμπρός.