Ανακοίνωση της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών ΑΠΘ για το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο
Το προσχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» που κατατέθηκε στη Βουλή αφορά κυρίως σε παρεμβάσεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά περιέχει και σημαντικές διατάξεις για την τριτοβάθμια.
Το προσχέδιο διακατέχεται από αναχρονιστικές αντιλήψεις και συνιστά μια οπισθοδρόμηση με σαφές αντιδημοκρατικό πρόσημο αναφορικά με τη γνώση, τη μάθηση, την εκπαιδευτική πράξη, τους ρόλους διδασκόντων και διδασκομένων και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς εν γένει.
Ενδεικτικές διατάξεις: επαναφορά της διαγωγής στους τίτλους σπουδών, επαναφορά των αποβολών 3, 4 και 5 ημερών, στο Νηπιαγωγείο εισαγωγή επιπλέον μαθημάτων, στο Γυμνάσιο αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων από 4 που είναι σήμερα σε 7, επαναφορά της βάσης του 10 για την προαγωγή από τη μια τάξη στην άλλη, στο Λύκειο επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων στη Β’ και τη Γ΄ Λυκείου, αύξηση του μέσου όρου προαγωγής/απόλυσης από 9,5 σε 10, στη θεωρητική κατεύθυνση αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά, για τους αναπληρωτές επιβολή ποινής διετούς/τριετούς αποκλεισμού σε όσους για οποιοδήποτε λόγο δεν αναλαμβάνουν υπηρεσία.
Το προσχέδιο αποτελεί μέρος της επιχειρούμενης σταδιακής αντι-μεταρρύθμισης προς μια συντηρητική κατεύθυνση και δεν απαντά σε πραγματικά προβλήματα της παρούσας συγκυρίας, τα οποία πιθανά θα μας συνοδεύουν και στο μέλλον.
Οι διατάξεις που αφορούν τα πανεπιστήμια επιβάλλουν μια σειρά από μεταβολές που θα προκαλέσουν συγκρουσιακές συνθήκες και νομικές περιπέτειες στα πανεπιστήμια. Ο αποκλεισμός των ΕΔΙΠ, ΕΕΠ, ΕΤΕΠ και διοικητικών υπαλλήλων από τις πρυτανικές εκλογές, τις εκλογές Κοσμητόρων Σχολών, Προέδρων Τμημάτων και Διευθυντών Τομέων συνιστά μια υποχώρηση από βασικές προοδευτικές και ακαδημαϊκές αρχές που διέπουν τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Δημιουργείται ένα «κλειστό» και εσωστρεφές πανεπιστήμιο του οποίου η διοίκηση θα προκύπτει από ένα περιορισμένο και συγκεκριμένο αριθμό μελών ΔΕΠ του Ιδρύματος.
Το εν λόγω μοντέλο διοίκησης είναι αντιδημοκρατικό και για το λόγο αυτό αναποτελεσματικό. Επισημαίνεται ότι σε προηγούμενα νομοσχέδια υπουργών Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας (Μ. Γιαννάκου, Κ. Αρβανιτόπουλου) προβλεπόταν η ψήφος για την ανάδειξη των διοικητικών οργάνων του πανεπιστημίου στις κατηγορίες προσωπικού των οποίων η συμμετοχή έχει αποκλειστεί από το παρόν νομοσχέδιο.
Οι μεταβολές στο σύστημα συγκρότησης των πρυτανικών σχημάτων υποδηλώνουν πολιτικές σκοπιμότητες. Το ζητούμενο πρέπει να είναι ένα σύστημα που δεν επιβραβεύει ευκαιριακές συνεργασίες και πελατειακές σχέσεις, αλλά εμπεδώνει την αντιπροσωπευτικότητα, τον πλουραλισμό και τη λειτουργικότητα συνεκτιμώντας την εμπειρία της διοίκησης, τις δυνατότητες εξωστρέφειας και την επιστημονική πρόοδο. Τα διαφορετικά ψηφοδέλτια εγγυώνται δημοκρατικές διαδικασίες, ενώ το ενιαίο ψηφοδέλτιο εκλογής των πρυτανικών αρχών αναδεικνύει συσπειρώσεις, όχι πάντοτε προς όφελος του πανεπιστημίου και του συνόλου των μελών του.
Η καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ως μοναδικού και αποκλειστικού τρόπου ψηφοφορίαςδημιουργεί ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα της. Χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση της ψηφοφορίας με φυσική παρουσία, επισημαίνεται ότι κανένα ηλεκτρονικό σύστημα δεν είναι αδιάβλητο -όπως άλλωστε δήλωσε και ο ίδιος ο υφυπουργός Παιδείας- και ότι οι διαδικασίες ηλεκτρονικής ψηφοφορίας χωρίς την φυσική παρουσία εφορευτικής επιτροπής αυξάνουν την πιθανότητα αθέμιτων πιέσεων στους εκλογείς.
Επιπρόσθετα, καταργεί τη συνάντηση των μελών με στόχο τις εκλογές για το παρόν και μέλλον του Πανεπιστημίου, μια στρατηγική που πλήττει ανεπανόρθωτα τις δημοκρατικές διαδικασίες και αποξενώνει περαιτέρω το ανθρώπινο δυναμικό του κάθε ιδρύματος.
Οι όροι περιορισμού των μετεγγραφών προσπαθούν να απαντήσουν με λάθος τρόπο στα υπαρκτά προβλήματα του αποκλεισμού από τις πανεπιστημιακές σπουδές αλλά και του υπερπληθυσμού στα κεντρικά πανεπιστήμια. Η λύση πρέπει να αναζητηθεί στον αυστηρό σεβασμό των κριτηρίων που επιτρέπουν σε νέους και νέες χαμηλών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων να σπουδάσουν, στη διεύρυνση της οικονομικής ενίσχυσης των φοιτητών/τριών χαμηλών εισοδημάτων στην περίπτωση που εισάγονται σε Τμήματα εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας τους (ως βραχυπρόθεσμο μέτρο), και στην επένδυση σε υποδομές στέγασης και σίτισης στα περιφερειακά πανεπιστήμια (ως μεσοπρόθεσμο μέτρο). Η δυνατότητα μετεγγραφής σε Τμήμα διαφορετικού γνωστικού αντικειμένου, από αυτό που αρχικά εισάγεται ένας υποψήφιος, συνιστά μια πρόβλεψη με άδηλες ευρύτερες συνέπειες.
Η λειτουργία ξενόγλωσσων και θερινών προπτυχιακών προγραμμάτων δεν αποτελεί καινοτομία καθώς ήδη άρχισε να λειτουργεί προπτυχιακό πρόγραμμα σε πανεπιστήμιο αλλά υπό προϋποθέσεις διασφάλισης του ακαδημαϊσμού και του δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Το καινοφανές για το δημόσιο πανεπιστήμιο που εισηγείται το σχέδιο νόμου είναι η δημιουργία ενός παράλληλου προγράμματος προπτυχιακών σπουδών, το οποίο ουσιαστικά θα λειτουργεί «εκτός» Τμήματος, με επικίνδυνες ασάφειες τυπικής συγκρότησης και λειτουργίας, επιβολή διδάκτρων, χωρίς καμία δημόσια χρηματοδότηση, και με αδιαφάνεια ως προς την επιστημονική του επάρκεια.
Όλα αυτά προοιωνίζουν τη διαβάθμιση πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων, που διαμορφώνουν εν συνόλω προσχεδιασμένα ελλείμματα νομιμότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη, αλλοδαποί φοιτητές αλλά και πολίτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούν πλέον να παρακολουθούν επί πληρωμή προγράμματα προπτυχιακών σπουδών.
Είναι θέμα μηνών μέχρι να παρέμβει (όπως έγινε και με τα Κολλέγια) η Ευρωπαϊκή Ένωση και να απαιτήσει ίση μεταχείριση των πολιτών της. Σ’ αυτήν την περίπτωση ή θα πρέπει τα Πανεπιστήμια να δεχτούν δωρεάν Ευρωπαίους φοιτητές (με την αντίστοιχη μέριμνα για βιβλία, σίτιση, στέγαση), ή θα πρέπει να γίνει μια «δημιουργική παράκαμψη» του Συντάγματος και να επιτραπεί και στους Έλληνες πολίτες η εισαγωγή στα ξενόγλωσσα προγράμματα, φυσικά με δίδακτρα.
Προφανώς θα συμβεί το δεύτερο, ενδεχομένως με την επίκληση του «ξενόγλωσσου» και το πρόσθετο «λογικοφανές» επιχείρημα ότι δωρεάν προπτυχιακά προγράμματα για τους Έλληνες πολίτες παρέχονται ήδη στα πανεπιστήμια. Αυτά τα ξενόγλωσσα προγράμματα αποτελούν ένα προγεφύρωμα ιδιωτικοποίησης των προπτυχιακών σπουδών και σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τα κολλέγια μια σκόπιμη παράκαμψη του άρθρου 16 του συντάγματος.
Tέλος, η δημιουργία ενός θύλακα ερευνών, χωρίς ακαδημαϊκή λογοδοσία, για τις οποίες δεν απαιτείται έγκριση από την Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας των Ε.Λ.Κ.Ε. παράγει μια μοναδική συνθήκη εξαίρεσης στα παγκόσμια ακαδημαϊκά πλαίσια.
Η διάταξη που εξαιρεί τις «παρεμβατικές και μη παρεμβατικές κλινικές μελέτες» από το πεδίο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας των Ε.Λ.Κ.Ε., προκαλεί σειρά ερωτημάτων ως προς την σκοπιμότητα της, συνιστά όνειδος για το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας και εκθέτει τα ελληνικά πανεπιστήμια σε νομικές περιπέτειες στις διεθνείς προσκλήσεις ερευνητικών προγραμμάτων.
Το Πανεπιστήμιο χρειάζεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες, να ενισχυθεί από την πολιτεία ώστε να υποστηρίξει την ελληνική κοινωνία. Βασικές προϋποθέσεις αυτής της ενίσχυσης είναι:
- η προκήρυξη νέων θέσεων μελών ΔΕΠ και λοιπού διδακτικού και διοικητικού προσωπικού
- η ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.
- η ενίσχυση του ακαδημαϊκού χαρακτήρα των Τμημάτων.
- η παύση των καθυστερήσεων που τεχνηέντως επιβάλλει το Υπουργείο Παιδείας στις εκ νέου προκηρύξεις των θέσεων αφυπηρετησάντων μελών ΔΕΠ.
- η ενίσχυση της έρευνας με χρηματοδότηση τουλάχιστον ίση με αυτή του 2019.
- η συνέχιση της αύξησης της ετήσιας χρηματοδότησης των πανεπιστημίων σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με αυτό του 2019.
- η απόδοση της καθυστερημένης χρηματοδότησης των πανεπιστημίων.
- η εξασφάλιση πόρων χρηματοδότησης, ειδικά για τα πανεπιστήμια, από το πρόσφατα ανακοινωθέν πρόγραμμα Next Generation EU.
- η ενίσχυση της προσπάθεια όλων των Πανεπιστημίων, ώστε να εξασφαλίσουν τη σταδιακή συμμετοχήτους στα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Πανεπιστημίων και στη δημιουργία κοινών προγραμμάτων σπουδών.
- η λήψη μέτρων ενίσχυσης των υποδομών και των συνθηκών υγιεινής των πανεπιστημίων, ώστε να επιστρέψει η ακαδημαϊκή κοινότητα με ασφάλεια στα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια και να προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο εν όψει της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς.