Κοινή έρευνα UNICEF και Συνηγόρου του Πολίτη για τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας στην εκπαίδευση και την ψυχική υγεία των παιδιών ● Κάθε διαπίστωση αποδομεί το κυβερνητικό αφήγημα
—
Η πρόσφατη κοινή έρευνα του Συνηγόρου του Πολίτη και της UNICEF για τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων COVID-19 στα δικαιώματα του παιδιού, παρουσιάζει κρίσιμα συμπεράσματα και αποδομεί το αφήγημα του υπουργείου Παιδείας για τις εκπαιδευτικές συνθήκες κατά την περίοδο της πανδημίας και των lock-downs.
Η έκθεση εστιάζει στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της προστασίας από κάθε μορφή βίας. Βασίστηκε στην ανάλυση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων, βιβλιογραφίας, νομολογίας και νομοθεσίας με αναφορά στα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν την περίοδο Μάρτιος 2020 – Φεβρουάριος 2021. Στη μελέτη συμμετείχαν 863 άτομα, εκ των οποίων 366 παιδιά, 266 εκπαιδευτικοί, 142 γονείς, 42 επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της παιδικής προστασίας, καθώς και 52 επαγγελματίες από το χώρο της προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών προσφύγων και μεταναστών.
Εκπαίδευση
Τα ευρήματα της έρευνας για τον τομέα της εκπαίδευσης αποτυπώνουν πως η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών/μαθητριών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά τη διάρκεια της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Κυριότερα η έλλειψη καλής σύνδεσης στο internet, το γεγονός ότι ο τρόπος που γινόταν το μάθημα δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον, η εκδήλωση προβλημάτων στην εκπαιδευτική πλατφόρμα και η αδυναμία συγκέντρωσης και παρακολούθησης του μαθήματος.
Η μελέτη καταλήγει στις εξής βασικές διαπιστώσεις:
■ Η διδακτική ύλη και η διδασκαλία δεν προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, δηλαδή δεν ακολουθήθηκε συνολικά μία πιο διαδραστική, βιωματική και λιγότερο κουραστική προσέγγιση για τα παιδιά.
■ Εν τέλει αποκλείστηκαν μαθήτριες και μαθητές από την εκπαίδευση, καθώς δεν είχαν την υλικοτεχνική υποδομή ή τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να την αξιοποιήσουν.
■ Οι υφιστάμενες υποδομές σύνδεσης δεν ήταν πρόσφορες σε όλη την ελληνική επικράτεια, ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
■ Οι εκπαιδευτικοί δεν έλαβαν την κατάλληλη υποστήριξη, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες και τις ανάγκες που προέκυψαν από αυτές.
■ Η πολύμηνη εφαρμογή αποκλειστικά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (για 5,5 περίπου μήνες έναντι των 7,5 μηνών της σχολικής χρονιάς) επέτεινε τις αρνητικές επιπτώσεις της κόπωσης, του αποκλεισμού αλλά και εκείνες στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη μαθητριών και μαθητών που έχασαν το φυσικό χώρο κοινωνικοποίησης και έκφρασής τους.
■ Η απουσία διαβούλευσης με μαθητικές κοινότητες καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης, ενίσχυσε το αίσθημα αποκλεισμού των μαθητριών και μαθητών από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που τα αφορούν, αντίθετα από τις προβλέψεις του άρθρου 12 της ΔΣΔΠ.
■ Επηρεάστηκαν περισσότερο τα πιο ευάλωτα παιδιά (Pομά, μεταναστευτικoύ/ προσφυγικού προφίλ, με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες).
■ Ειδικά σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική ένταξη παιδιών που διαβιούν σε Ανοιχτές Δομές Προσωρινής Υποδοχής & Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο, παρατηρήθηκε περαιτέρω αποκλεισμός από την εκπαιδευτική διαδικασία λόγω έλλειψης υλικοτεχνικού εξοπλισμού, εκπαιδευτικού προσωπικού και υποστήριξης, ενώ είχε αναφερθεί ήδη αποκλεισμός και για όσο διάστημα παρέμεναν ανοιχτά τα σχολεία λόγω διοικητικών προσκομμάτων.
Ψυχική υγεία και ενδοοικογενειακή βία
Οι γονείς/κηδεμόνες συμφώνησαν σε ποσοστό 83.9% πως η ψυχολογία των παιδιών επιβαρύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η ψυχολογική πίεση αυξήθηκα κατακόρυφα μετά το κλείσιμο των σχολείων. Παράλληλα, η πλειονότητα των επαγγελματιών (53%) έκρινε ότι η πρόσβαση των παιδιών στα κέντρα παιδικής ψυχικής υγείας ήταν δυσκολότερη. Επίσης, ποσοστό 87.6% κρίνει πως η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη την ψυχική υγεία των παιδιών κατά τη λήψη των περιοριστικών μέτρων.
Αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία, η πλειοψηφία των επαγγελματιών (77.6%) δήλωσε ότι αντιλήφθηκε αύξηση των περιστατικών. Οι κύριες αιτίες που αναφέρθηκαν ήταν η κοινωνική απομόνωση από συγγενείς και φίλους (69.6%), η υποχρεωτική παραμονή στο σπίτι (67.8%), η περιορισμένη δυνατότητα των παιδιών να ζητήσουν βοήθεια και να απευθυνθούν σε κατάλληλες υπηρεσίες και δικηγόρους (66%) και το κλείσιμο σχολείων (41%).
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών διαχείρισης περιστατικών, η πλειονότητα των επαγγελματιών (56.9%) έκρινε ότι οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, δεν ήταν αποτελεσματικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
